Thursday, December 28, 2006

Χάσιμο Χρόνου

Πώς να μισήσεις κάποιον που αγάπησες;
Πώς να αλλάξεις ρότα σε μια στιγμή;
Πώς να εξηγήσεις το ψέμα που άκουγες τόσο καιρό;
Πώς να χωρέσει ο νούς μια απάτη τόσο απρόσμενη;

Η ευαισθησία που δείχνεις μια φορά
πληρώνεται με προδοσία και ψέμα
και οι λέξεις
κάποιες φορές δεν φτάνουν να περιγράψουν
το πλήθος των ανάμικτων συναισθημάτων

Περιμένεις, ονειρεύεσαι ζείς στη φαντασία
που τρέφεται με εικόνες κατασκευασμένες
ικανές να στηρίξουν τη παράνοιά σου
ξάφνου καταλαβαίνεις ότι αγαπάς ένα όνομα
μια εικόνα, ένα ψέμα, έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει
μια σκια του νου, μια σταγόνα στη βροχή.

Ακόμα και οι αναμνήσεις σου είναι ψεύτικες
βασίζονται σε σκέψεις και σε όνειρα που είχες κάνει
άτιμη, της ψωνισμένης γυναίκας, η ψυχή,
ιδίως αν είναι παιδική, ανώριμη, παρθένα.

Πώς να μισήσεις κάποιον που δεν καταλλαβαίνει;
Πώς να εξηγήσεις σε ένα παιδικό, ανώριμο μυαλο;
Χάσιμο χρόνου...

Tuesday, December 19, 2006

Επίλογος

Σαν γεννήθηκα κρύψανε οι θεοί
το φως του ήλιου απ' τα μάτια μου
τους ήχους της ζωής από τα αυτιά μου
τις μυρωδιές της ανανέωσης από τη μύτη μου
την τρυφερότητα της αγάπης από την αφή μου

Έψαξα και ξανά έψαξα
για χρόνια, μήνες και για μέρες
κάθε λεπτό και κάθε δευτερόλεπτο
να βρω αυτά που άδικα μου στέρησαν

Βρήκα το φως του ήλιου στα δυο της μάτια
τους ήχους της ζωής στο γέλιο της
τις μυρωδιές της ανανέωσης στον αέρα των μαλλιών της
την τρυφερότητα της αγάπης στο απρόσμενο χάδι της

Γύρισα στον οίκο των πατέρων μου,
χαρούμενος και υπερήφανος για πρώτη φορά
και τους εκμυστηρεύτηκα τις προθέσεις μου
Θεοί, πατέρες, αρωγοί του χαρακτήρα μου
με ράπισαν, με τιμώρησαν για την αυθάδειά μου

Επειδή τόλμησα και αντικατέστησα
το φως του ήλιου με τα μάτια της
τους ήχους της ζωής με το γέλιο της
τις μυρωδιές της ανανέωσης με τα μαλλιά της
τη τρυφερότητα της αγάπης με το χάδι της

Θεοί, πατέρες, οδηγοί της ζωής και του σκοπού μου
δολοπλόκησαν, σαμποτάρισαν ώσπου με κατέστρεψαν
για την αυθάδειά μου να χαρώ,
να γελάσω να θελήσω να τη δω.

Επειδή τόλμησα και ονειρεύτηκα
τα μάτια της στα μάτια μου
το γέλιο της στα αυτιά μου
τον αέρα των μαλλιών της στη μύτη μου
το χάδι της στο χέρι μου

Επειδή αρωγός του χαρακτήρα μου
καθοδηγός της ζωής και του σκοπού μου
ήταν πια το συναίσθημα και η καρδιά
και όχι η φιλοδοξία και ο νους μου

Επειδή όταν έπρεπε να βυθίζομαι στο σκοτάδι
το φως των ματιών της το διέλυε
κι αντί να βασανίζομαι από τους δαίμονες της σιωπής
ο ήχος του γέλιου της τους έδιωχνε
κι όταν πνιγόμουν από τη βρώμα της σημερινής εποχής
ο αέρας των μαλλιών της, έφερνε τις μυρωδιές της θάλασσας
κι όταν η σκληρότητα του καθημερινού πολέμου με γέμιζε πληγές
το χάδι της στο χέρι μου τις έκλεινε

Χαρείτε ουράνιοι Πατέρες και θεοί
γιατί ο λέων έχασε τη χαίτη του
και το βλέμμα του έχασε τη λάμψη του

Γιατί όπως και τότε στη γέννα του
του στερήσατε σε μια βραδιά, του κλέψατε
το φως του ήλιου απ' τα μάτια του
τους ήχους της ζωής από τα αυτιά του
τις μυρωδιές της ανανέωσης από τη μύτη του
την τρυφερότητα της αγάπης από την αφή του

Υπερήφανε Αλέξανδρε

Μια δικαιολογία
Μια κρυφή αιτία
Ένα καινό, λέξεις

Άπειρες ώρες σκέψης
και ένας πόνος
όμοιος με κανέναν άλλον
πρωτόγνωρος

Υπερήφανε Αλέξανδρε
Πανίσχυρε Αλέξανδρε
θυμήσου αυτές τις στιγμές
χάραξε τες στη μνήμη σου
σαν μάθημα, σαν δίδαγμα
Που η δυνατή φωνή σου
λύγισε και έσπασε και κρύφτηκε
μέσα σε αναφιλητά

Υπερήφανε Αλέξανδρε
που ξέχασες αυτά που δίδασκες:

Ποτέ μη πληγώσεις μια γυναίκα,
πλήγωνε τον εαυτό σου καλύτερα

Ποτέ μη αφήσεις να σε θεωρήσουν δεδομένο
το μυστήριο του αγνώστου είναι ανανέωση

Κάθε γυναίκα είναι ένα ανοιξιάτικο μπουμπούκι
θέλει φροντίδα, ανοχή, υπομονή και περιποίηση
για να ανοίξει και να σου φανερώσει την ομορφιά
που έκρυβε σε όλη της τη προηγουμένη ζωή

Κάθε γυναίκα είναι ένα εύθραυστο διαμάντι.
Φαινομενικά πανίσχυρο μα κατά βάθος ευάλωτο.
Αν το ραγίσεις δεν ξανακολάει

Διάλεξε μία που σου ταιριάζει
και δώσε της τα πάντα χωρίς να ζητάς
αν πληγωθείς θα αποκτήσεις ένα μάθημα
αν την κερδίσεις θα αποκτήσεις μια βασίλισσα

Υπερήφανε Αλέξανδρε,
μέγιστε, τρανέ, ανίκητε
πως σιώπησε η υβριστική φωνή σου
από τα μάτια μιας γυναίκας;
Ξέχασες να προφυλάξεις
την αχίλλειο πτέρνα σου
δε πειράζει, ας είναι
κι ο Αχιλλέας ο ίδιος ήξερε
αλλά παρόλα αυτά πήγε στη Τροία.

Είναι της μοίρας και των άστρων
κάποιες συγκυρίες
μας έφεραν την αλλαγή
φως στο σκοτάδι μας
ένα λιμάνι για το πλοίο μας
μια ανακωχή στο πόλεμο

Είναι της μοίρας και των άστρων
να τελειώσει έτσι,
δίχως αποχαιρετισμό
δίχως πραγματική αγάπη;

Πόσες θυσίες απαιτείται Αλέξανδρε;
Για να σπάσει ο ιστός τη μοναξιάς
που μας εγκλωβίζει όλους;
Τι χρειάζεται να γίνει
για να μπει κάποιος στο μυαλό μιας γυναίκας
και να της δώσει να καταλάβει πραγματικά
ότι αυτό που νοιώθει είναι αληθινό
και να διώξει το φόβο της
που δημιουργεί συγκρούσεις, ανασφάλειες, πανικό
και οδηγεί ξανά στη μοναξιά
μα με ένα ανεπανάληπτο και πρωτόγνωρο
συναίσθημα κενότητας και πόνου

Καλωσόρισες στο πατρικό σου
Υπερήφανε Αλέξανδρε
ωραία τα κατάφερες
πρωτοπόρε και στην αποτυχία

Πλήγωσες μια γυναίκα,
πλήγωσες και τον εαυτό σου

Τη θεώρησες δεδομένη
και εθεωρήθης δεδομένος
έπαψε πια να είναι μυστήριο
έπαψε η ανανέωση

Πήρες ένα πολύτιμο πανάκριβο διαμάντι
και το έσπασες σε χίλια κομμάτια
για να δεις απλά τι κρύβει μέσα
ανυπόμονος όπως πάντα
δεν περίμενες να έρθει ο καιρός
που θα άνοιγε μονάχο του
όπως τα ανοιξιάτικα μπουμπούκια σκαν
και φανερώνουν την κρυμμένη τους ομορφιά

Αν το ραγίσεις δεν ξανακολάει...έλεγες
Εσύ το έσπασες...

Wednesday, December 13, 2006

Αιώνιος Λέων

Στη μια στιγμη που γεννιέται το φώς
και το όνειρο ισορροπεί στον ύπνο μας
δίνουν το παρόν οι φύλακες και οι καθοδηγοί

Προσδίδουν μια νέα αίγλη στο καθημερινό βάρος
Όλα είναι πρόσκαιρα, στιγμιαία, μοναδικά
Η σημερινή στιγμή δεν θα ξαναυπάρξει
Η στάση ζωής δεν αλλάζει, όπως και η υπόσταση

Οι Άρχοντες των 5 Οίκων
με χρίσαν αδερφό τους
εμένα, τον πρόδρομο του λιονταριού
τον υιό ενός ξεπεσμένου στην ιστορία θεού.

Οι Άρχοντες προσφέραν δώρα και λύπες
δοκιμασίες ήταν το κόστος και ανοχή ο τρόπος
Για να γίνεις άτρωτος στο δηλητήριο
πρέπει να ποτίζεσαι με αυτό σε μικρές ποσότητες
σιγά σιγά αυξανοντάς τες έως ότου να μη σε ακουμπά

Έτσι είναι και η ζωή,
άτρωτος, αθάνατος, απρόβλεπτος
σαν τα τρία στοιχεία ενωθούν
ξεκοιλιάζεται η θνητότητα του σάπιου ανθρώπου
και γίνεται Λέοντας.

Οι Άρχοντες προσφέρουν παραδείγματα
ή ζείς σαν άνθρωπος και πεθαίνεις σαν πρόβατο
η ζείς σαν πρόβατο και πεθαίνεις σαν Λέοντας.

Ξημέρωμα

Μύριες σκέψεις, λόγια
δικαιολογίες δίχως λογική
χρονοβόρες αναλύσεις
καθόλου πραγματισμός

Πνευματική αιμοραγία
ένα παλιό γνώριμο συναίσθημα
μια συγκαταβατική μελαγχολία

Πρόσκαιρη;
Πότε!

Καθώς το ψέμα της νύχτας υποχωρούσε
και με καλοσώριζε το φώς της νέας μέρας
συνειδητοποίησα πώς κάθε πρόβλημα
ξεκινάει από την ανθρώπινη αδυναμία
να κατανοήσει αυτά που συμβαίνουν γύρω του

Πάντα ακολουθεί ένας νέος ήλιος
ένα ολοκαίνουργιο πρωινό
όμοιο του οποίου ποτέ δεν προυπήρξε
οπότε όλα φαίνονται πιο καθαρά
όπως πραγματικά είναι
πιο όμορφα πιό ήρεμα
τραγικά και απολαυστικά απλά

Οι Λέοντες δεν κάνουν υποχωρήσεις,
δεν πεθαίνουν στο σκοτάδι
δεν προδίδουν τα πιστεύω τους
δεν αλλάζουν στάση ζωής
δεν παραδίδονται, ούτε μεταλλάσονται
δεν κοιτούν να επιβιώσουν
Οι Λέοντες δεν κάνουν συμφωνίες με ανθρώπους
ακόμα και αν είναι καταδικασμένοι
να πεθάνουν σαν πρόβατα

Monday, December 04, 2006

Επίλογος;

Χαλάρωσε τα ξεραμένα χείλη του
σε μια απόπειρα να ανακουφιστεί, τα έγλυφε
θυμίθηκαν το φιλί που χρώσταγαν

Προσπάθησε να κουνηθεί, αδύνατο.
Τα πόδια του βυθισμένα στο παγωμένο μάρμαρο
έμεναν ακίνητα, μουδιασμένα
Πόσες ώρες είχαν περάσει;
Πόσες ώρες ταξίδεψε στη μελαγχολία του παρελθόντος;

Οι σκέψεις τόσο δυνατές
που τις άκουγε στ'αυτιά του σαν φωνές
Ξεροκαταπίνοντας ψυθίρισε για άλλη μια φορά
μια πανάρχαια βλασφήμια, ύβρις
"Δεν υπάρχει θεός..."

Ειρωνικό το ότι μόλις μια βραδια πρί τον ευχαριστούσε
"Σε ευχαριστώ Ω Κύριε, για το λευκο φώς
που αν και εκτυφλωτικό μου έδειχνε νέα χρώματα
νέες εικόνες και με γέμισε με νέα συναισθήματα
Σε ευχαριστώ Πατέρα, για τη γενναιοδωρία σου"

Ειρωνικό που όλα αυτά ψυθίριζε μόλις μια βραδια πρίν

"Δεν υπάρχει θεός, κι αν υπάρχει με μισεί
Γιατί ώ Πατέρα, γιατί;΄"

Απ' την αρχή κυρίαρχη πράξη το κρυφτό
έπρεπε να κρύβει τη χαρά που τη γνώρισε
τώρα πρέπει να κύβει τη θλίψη που τη χάνει
που την έχασε ήδη μα ακόμα του το κρύβει και αυτή
"Μη φύγεις, που πάς και εσύ, που πας; Γιατί;"

Έσφυξε τα χείλη του, τέτοιες φράσεις δε πρέπει
μήτε θνητού μήτε αθανάτου τη σκέψη να δραπετεύουν
Δικό του ήταν το φταίξιμο, δική του η ευθύνη
Δική του η στιγμή και η αποτυχία εκείνη

Σε μια απόπειρα ανακούφισης δάκρυσε
θυμίθηκε ένα χαμόγελο κρυμμένο και αυτό απ' τους πολλούς
Ξάπλωσε ανάσκελα κοιτώντας τις σκιές
που χόρευαν στο σκοτάδι αόρατες και άοσμες
από θνητου νηφάλιο μάτι και ρουθούνι.

Καλοσώρισε τον επερχόμενο εφιάλτη
που του προμύνισαν στους ψυθίρους τους
Κλείνοντας τα βουρκωμένα μάτια του
χαμογέλασε κρύβοντας τη πίκρα του και είπε

"Και τώρα πάλι μόνοι μας, εγώ και εσύ
σκιά σκοτεινή, ερείπιο του οίκου του φωτός
και τώρα πάλι οι δυο μας, εγώ και εσύ
σκοτάδι φίλε μου, σπίτι, καταφύγιο και ναέ μου"

Καθώς οι τελευταίες χαρούμενες αναμνήσεις
στραγγίζονταν από τους δαίμονες της νύχτας
πριν ξεχάσει μια για πάντα τις στιγμές εκείνες
τις στιγμές χαράς και ζωής που ίσως πέρασαν μαζί
θυμίθηκε νεκρός πια τώρα τα μάτια και το χαμόγελό της
και τη θλίψη που έκρυβαν αυτά όταν τη γνώρισε
όταν όλοι κρύβονταν απο όλους
όταν όλοι έκρυβαν τα πάντα από τους πάντες
όταν το μόνο που είχε να κρύψει
ήταν η αγάπη του...

Wednesday, November 29, 2006

Τι συμβαίνει;

Παράνοια, ζάλη και εκτυφλωτικός θυμός
τι συμβαίνει;
Στην άκρη του βασιλείου της λογικής ισορροπώ
τι συμβαίνει;

Οι τοίχοι αρχίζουν και σειόνται μέσα σε κυματισμούς
τι συμβαίνει;
Οι σκιές στις άκρες του δωματίου κινούνται, έρποντας
τι συμβαίνει;

Τυφλωμένος από την εξάντληση και τη πίεση
προχώρησα στη θυσία του ιερού αμνού
φύσηξα με δύναμη και έσβησα το φωτοβόλο κερί
μούντζωσα τον ήλιο και αρνήθηκα τη νύχτα.

Μετά από τόσο καιρό και πάλι μόνος
και οι φωνές, οι ψίθυροι τα περιπαικτικά γέλια
αρχίζουν να διακρίνονται μέσα στην ησυχία της απομόνωσης.
Τι συμβαίνει;

Η αρρώστια που γιατρεύεται με άλλη αρρώστια
οι χτύποι της καρδιάς που σβήνουν σιγά-σιγά
ή σε μια στιγμή ηχούν πιο δυνατά από ποτέ
η έλλειψη επικοινωνίας και επαφής κοστίζουν

Οι τοίχοι τρέμουν
οι σκιές ουρλιάζουν, ωρύονται
οι φωνές τους ενώνονται με τη δικιά μου
σε μια κραυγή απόγνωσης και απελπισμένης απορροίας.

Πως επαναφέρεις τη ζωή σ'ένα νεκρό κορμί;
Πως ανάβεις δίχως φωτιά ένα σβηστό κερί;
Πως να διώξεις τα μαύρα σύννεφα
που μόνος σου έσπειρες να κρύψουνε τον ήλιο;
Πως γίνεται να σε αγκαλιάσει η νύχτα
όταν τη μίσησες πρώτος και σε έδιωξε;

Τί δύναμη έχει μια απλή συγνώμη
όταν δεν αξίζεις τη συγχώρεση;

Αναλώσιμοι

Κοίταξα τον ήλιο στα μάτια
και είδα τα μάτια της να κλείνουν
κοίταξα τις γαλάζιες θάλασσες
και είδα το δάκρυ της να τρέχει

Αμάγαλμα ελπίδας και ενοχών
τύψεις για παλαιότερες συμπεριφορές
καθώς όλα είναι σχετικά
και όλα αναλώσιμα
ίσως στο τέλος της γραμμής
να ευθύνομαι εγώ

Και αν το κρύο του χειμώνα
θυμίζει τη ζεστασιά που προσέφερες
μια μέρα και μια νύχτα
θα θυμάμαι πάντα
τα λόγια που σωστά σου είπα όταν έφυγα

Κοίταξα ξανά τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια μου
κοίταξα ξανά τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια μου

Τόσες ικανότητες
και τόσες δυνάμεις
τέτοια ξεχωριστή ζωή
τέτοια υπόσχεση για το μέλλον
δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν όλα αυτά
κλειδωμένα μέσα μου η αλήθεια και το ψέμμα.

Δεν στάθηκα ικανός να σε αλλάξω
δεν στάθηκα ικανός να σε πείσω
δεν υπήρξα ποτέ φορέας σιγουριάς
υπήρξες το αερόστατο της ελπίδας μου
που με την ζέστη της πνοής σου φούσκωνα και πέταγα

Κοίταξαν τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια τους
κοίταξαν τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια τους

Και μείναμε μόνοι
συζητώντας γραφικά για επαναστάσεις
και ισωπεδωτικές αλλαγές
εγκλωβισμένοι όλοι μας
στην ψεύτικη και στημένη μοναξιά μας...

Monday, November 20, 2006

Ω Ύπνε

Ώ Ύπνε!
Πατέρα του Ονείρου, του ενύπνιου
μέσα στην ένταση του καθήκοντός σου
μη ξεχάσεις!
Χάρισέ της χάδι απαλό
και θέρμη φυσική στο στρώμα της
αντάξια της καρδιάς της

Κι αν του εφιάλτη επιρροή ή απειλή προκύψει
διώξ'τον, διώξ'τον μακρυά, πατέρα των ονείρων
κι αν χωρίς εμπόδιο περάσει και τη βρεί και τη χτυπίσει
διώξ'τον, διώξ'τον μακρυά από κοντά της

Άκου τώρα προσταγή, πατέρα κι υπηρέτη
τη μάσκα που αριστοτεχνικά δημιούργησε το παρελθόν
ραγισε και σπάσε, τώρα!
κι απ'τα σκοτάδια και τις κρυφές γωνιές της αχανής καρδιάς της
το κρυμμένο της χαμόγελο ανέδειξε, φανέρωσε!

Σαν της νύχτας το φεγγάρι η ματιά της
σαν τ'αστέρια τ'ουρανού το βλέμμα της
και εγώ είτε σαν ήλιος είτε σαν ετερόφωτος ακολουθός
παρακολουθώ και βλέπω από ψηλά
με μάτι προστάτη ή τιμωρού
φιλάω τα ξεχασμένα ονειρά της

Monday, November 06, 2006

Το τζάκι της ψυχής σου

Φλόγα που έδιωξε το σκοτάδι, το πρόσωπό της
εκείνη η φλόγα που πάντοτε χορεύει στη ματιά της
που ποτε δεν φεύγει ή κρύβεται ή ξεπερνιέται
από τίποτα άλλο εκτός ίσως απ' το χαμόγελό της
ακόμα κι αν έγνοιες μάταιες ή μη δεν την εγκαταλείπουν
αυτό ποτέ δεν την εγκατέλειψε ποτέ της δε τη πρόδωσε

Οι σκέψεις της ταράξανε τις πυρινες χορεύτριες της φωτιάς
τα κάρβουνα κοκκίνισαν απότομα σε μια στιγμή
σφυρίζοντας, σέρνοντας μικρούς κρότους σε μια στιγμή διαμαρτυρίας
καθώς έθρεφε της φωτιά με πάθη, λέξεις, σκέψεις καινουργιες
εκπέμποντας μια θέρμη ελεγχόμενη που κρύβεται απ' τα λόγια

Σαν αγέρας που φυσά τα λόγια σου
που διώχνουνε τις μαύρες σκέψεις μου
ανάβουν νέα πυρρά μες την εστία της ψυχής μου
ανάλογη, ίση κι όμοια με το τζάκι της καρδιάς σου

Friday, November 03, 2006

Εργοδότες

Ψεύτικα μικρά ανθρωπάκια
μασκαρεμένα με γραβάτε
και γυαλιστερά παππούτσια
Ψεύτικα μικρά ανθρωπάκια
σαν σκυλιά γαυγίζουν
σαν γάτες σκέπτονται

Διακόπτουν τη ροή της καθημερινής ηρεμίας
με το ψεύτικο χαμόγελο βιτρίνα της μούχλας τους
όταν η πειθώ αποτυγχάνει καταφεύγει στις απειλές
ο τρόπος που επιλέγει να επιτεθεί μέσω άλλων
αποδυκνύει τη σαθρότητα της ποιότητάς του

Σκουλίκια στη καρδιά τους
και σάπια αδυναμία ο παλμός της
θα έρθει ελπίζω η μέρα που πύρηνες ρομφαίες
θα πέσει η τυχερή ζαριά της εκδίκησης
το βασίλειο των ουρανών ανήκει στους μη επιφανειακούς

Συν αυτώ το τέλος σου θα είναι απίστευτο
σάπια η ηλικία σουκαι σάπια η γενιά σου
ψεύτικες οι φιλοδοξίες σου και κάλπικη η γνώση σου
κι αν η προσωπίδα σου ραγίσει απ' την αλήθεια
θα φανεί η νοθρώτητα του ηθικού προσώπου σου

Αυτοί που χάνονται στη κρυμμένη πραγματικότητα
και γελούν με τα καμμώματά σου ίδιοι με σένα είναι
κι αν δεν πράττουν σαν εσένα τίποτα δεν αλλάζουν
ούτε στους εαυτούς τους ούτε στο περίγυρώ τους

Ω εσύ μικρέ, ανθρωπάκι κι εσύ του καιρού σου
σκλάβε των ευθυνών και επιθυμιών σου
δούλε της ματαιόδοξίας σου η της ανύπαρκτης φιλοδοξίας σου
Σε βλέπω και γελώ ... από ψηλά

Wednesday, October 04, 2006

Ανέκδοτο

Σ'αυτό το βασίλειο ζούμε μόνοι
εκλέγοντας παράφρονες και πρόβατα
να κυβερνούν τους κοιμισμένους κυνηγούς
τους γερασμένους λέοντες.

Σ' αυτό το βασίλειο
οι τυφλοί οδηγούν
και οι απεγνωσμένοι
διδάσκουν ελπίδα

Τι σημασία έχουν τα όνειρά μας
αν δεν μπορούμε να τα πραγματοποιήσουμε;

Ότι μας έχει απομείνει
είναι οι εαυτοί μας και η μοναξιά μας,
αυτή η κατασκευασμένη παράνοια.

Και η αγάπη δε χωρά στην ιστορία
μην δε τά 'χεις αποδείξει τόσο εσύ όσο και άλλες;
Ο ένας ν'αγαπά κι ο άλλος να εκμεταλλεύεται
ο ένας να μένει μόνος κι ο άλλος με παρέα ξένη να χαίρεται...

Thursday, September 14, 2006

Μύθος & Ψέμα

Ψέμα

Κι αν ήξερε κι αν μάθαινε
τι θ' άλλαζε στ' αλήθεια
ο μύθος και το ψέμα που έχτισε
τρεφόταν από συνήθεια

Ο δύστυχος καμάρωνε
για μια στιγμή βλακείας
που ερωτεύτηκε και έχασε
εαυτό και ύφος αρεσκείας

Λες κι άλλοι δε δαγκώσανε
του έρωτα το μήλο
και δεν απέτυχαν ή πέτυχαν
ολοκλήρωση ή ξύλο

Μύθος

Θεέ μου, Κύριε, σε σένα πια μιλάω
οι άνθρωποι μικροί και ανίκανοι ν' ακούσουν
μόνο ζητούν, δέχονται και απαιτούν
ποτέ δεν δίνουν, απλόχερα το αναγκαίο

Φέρετρο της νύχτας, εδώ οι ωρες περνούν γοργά
το μαύρο δέρμα που φορώ ανάμνηση γλυκιά
μιας άλλης εποχής, ενός άλλου εαυτού, ανόητου
που ζούσε σε κόσμο μυθικό και τόσο ψέυτικο

Saturday, July 29, 2006

Βασίλειο της Αποροίας

Η αναμονή, μακρυά, πικρή μαυρίζει το φώς στα μάτια μου
Τι είδους έλξη νοιώθουμε που πρέπει κι αυτή να κρύβεται;
Μην είναι παιδικές ιδέες ή αξίες;
Μήπως η αμφιβολία που ριζώνει στη καρδιά, με τις πρώτες αυτές εντυπωσεις;
Οι προτάσεις και οι νύξεις, για μια υπόσχεση στο αύριο
καταρίπτονται και διώχνονται απ' το νού απ' τις απιστίες του χθές.

Χρόνια κι αν περνούν όπως οι ώρες μες τις μέρες,
συναισθήματα και πάθη εναλλάσονται αυξομειώνονται,
ζητάμε άλλοτε λίγα άλλοτε πολλά
μα πάντα στο τέλος περνούμε τη νύχτα μόνοι

Μόνοι και χαμένοι στο σκοτάδι μιας παράλογης μοναξιάς
ενώ ο κόσμος έξω μας καλεί,
εμείς κλεινόμαστε μέσα περιμένοντας
ενώ αυτές γυρνούν και ζούν στιγμές τρυφερές,
μυστικές μακρυά από μας

Ψήσου νέε, στα κάρβουνα της ψυχής σου
Ψήσου και θρέψε την αξιοσύνη της
Δώσε και μη ζητάς, μη ζητάς τίποτε,
από κανένα και καμία
Ούτε θεό ούτ' άνθρωπο

Αφέσου!

Friday, June 23, 2006

Αναλώσιμοι

Κοίταξα τον ήλιο στα μάτια
και είδα τα μάτια της να κλείνουν
κοίταξα τις γαλάζιες θάλασσες
και είδα το δάκρυ της να τρέχει

Αμάγαλμα ελπίδας και ενοχών
τύψεις για παλαιότερες συμπεριφορές
καθώς όλα είναι σχετικά
και όλα αναλώσιμα
ίσως στο τέλος της γραμμής
να ευθύνομαι εγώ

Και αν το κρύο του χειμώνα
θυμίζει τη ζεστασιά που προσέφερες
μια μέρα και μια νύχτα
θα θυμάμαι πάντα
τα λόγια που σωστά σου είπα όταν έφυγα

Κοίταξα ξανά τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια μου
κοίταξα ξανά τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια μου

Τόσες ικανότητες
και τόσες δυνάμεις
τέτοια ξεχωριστή ζωή
τέτοια υπόσχεση για το μέλλον
δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν όλα αυτά
κλειδωμένα μέσα μου η αλήθεια και το ψέμμα.

Δεν στάθηκα ικανός να σε αλλάξω
δεν στάθηκα ικανός να σε πείσω
δεν υπήρξα ποτέ φορέας σιγουριάς
υπήρξες το αερόστατο της ελπίδας μου
που με την ζέστη της πνοής σου φούσκωνα και πέταγα

Κοίταξαν τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια τους
κοίταξαν τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια τους

Και μείναμε μόνοι
συζητώντας γραφικά για επαναστάσεις
και ισωπεδωτικές αλλαγές
εγκλωβισμένοι όλοι μας
στην ψεύτικη και στημένη μοναξιά μας...

Θεία Δίκη

Εκτυφλωτικό φώς
μάτια που αλλάζουν χρώμα
καφέ σε γκρί
πράσινο σε μπλέ
μορφές δίχως χαρακτιριστικά
άνοιξε η πύλη και μια γνώρημη φωνή
με κάλεσε, σχεδόν διέταξε, να μπώ...

Παρουσιστήκαμε σήμερα εδώ
εμείς του αρχαίου είδους
για να ρωτήσουμε ο ένας τον άλλον
αν αξίζουν οι θυσίες που επιβάλλουμε

Συμβούλιο,
θεοί, ήρωες, ημίθεοι
και εμείς,
οι φύλακες
κληθήκαμε πρώτοι
να απολογηθούμε.

Πριν από χιλιάδες χρόνια
κάποιοι μας ονόμαζαν άγγελους
κάποιοι μας ονόμαζαν δαίμονες
κάποιοι μας αποκαλούσαν φωτεινούς
κάποιοι μας ονόμαζαν μύστες και ιερείς
σήμερα ζούμε όπως όλοι οι άλλοι
μα αναζητούμε προστασία
από αυτούς που προστατεύαμε.

Η αδυναμία μας βασίζεται στις επιλογές μας.

Η απολογία μας ήταν σύντομη και ειλικρινείς.
Οι πατέρες δεν δείξαν επιείκια, ποιός ο λόγος άλλωστε.
Πριν την αρχή του χρόνου, οι πρώτοι επαναστάτες
απαίτησαν να ζούν ελεύθεροι όπως οι άνθρωποι
και εξέπεσαν. Κάποιοι λένε πως έχασαν το δρόμο τους.

Θνητά μάτια, δύσκολα να διακρίνεις το μεγαλείο των Πατέρων.
Οι δυνάμεις μας ανεξέλεγκτες επιρρεάζουν τους κοινούς ανθρώπους
και ο κίνδυνος της αλαζονοίας τεράστιος. Δύσκολες ισορροπίες.
Έτσι είναι η φύση μας. Οι προστάτες, οι ιατροί, οι εν Δια φέροντες.
Ποτέ να μη ζητούμε αντάλλαγμα, ποτέ να μην ζητούμε πληρωμή.

Ακούστηκε το τρισύλλαβο όνομά μου
κλήθηκα σαν μάρτυρας υπεράσπισης
προτού δικαστώ και εγώ με τη σειρά μου.
Παρουσιάστηκα στον κόσμο του λευκού
φορώντας μαύρα ρούχα.

Ψυθιρίζοντας με δέος
υπερασπίστηκα τη θέση των αδερφών μου
αναφέροντας τις πολλαπλές δυσκολίες
δύσκολο είναι να είσαι αναμμένο κερί στον άνεμο
υπερασπίστηκα των επιλογών μας
Τι θα πει ελευθερία αν υπάρχει στέρηση επιλογών;

Κάποτε αντιμετωπιζόμασταν με βασιλικό σεβασμό
τώρα πρέπει να κρύβουμε το μεγαλείο μας
πίσω από μάσκες και εμφάνιση φτωχού αγύρτη

Η τιμωρία μας για την ύπαρξη ελπίδας
ήταν η απομόνωση και η μοναδικότητα

Τις νύχτες που κοιμάσαι
γνώριζε, ώ ξένε
ότι κάποιοι ορίζουν
τι όνειρα θα δείς
και τι φιλοδοξίες θα έχεις
σαν ξυπνήσεις
οι σκέψεις που έρχονται σαν έμπνευση
δεν είναι ποτέ απλά δικές σου
αλλά σκέψεις δικές μας που απλόχερα τις μοιράζουμε
όταν υπάρχει ανάγκη ή πανικός
ποτέ δεν θα στο πούμε,
ποτέ δεν θα ζητήσουμε ευχαριστώ
πρόσεξε μόνο την αυθάδεια
στο διπλανό σου
γιατί αυτός μπορεί να είναι
ένας από μας...

Κλείνοντας την απολογία μου
με αυτά τα λόγια της αλαζονείας
οι θεοί πατέρες με τιμώρησαν
για άλλη μια φορά
στερώντας μου τη φιλία
και τη συνεχή μου κοινωνία
απομόνωση για μια ακόμη φορά
αρρώστια σε αυτούς που αγάπησα

Άκαρδοι, σκληροί αλλά δίκαιοι προστάτες...
Ποιός προστατεύει τους προστάτες
Ποιός φυλάσει τους φύλακες;
Ποιός αγαπάει τους πονεμένους;
Ποιός δίνει σημασία στους εν Δια φερόμενους;
Ποίος κάνει παρέα στους απομονωμένους;



Κανείς...

Ηθοποιός

Η αυλαία πέφτει,
το κοινό χειροκροτά ακόμα
επεφημώντας τους ηθοποιούς
ικανοποιώντας τους χορηγούς.

Ο πρωταγωνιστής χαμογελά υπερήφανα
θρέφει τη ψυχή του εκείνη τη στιγμή
είναι το κέντρο της προσοχής
είναι ο θεός τους, ο οδηγός τους.

Τα φώτα κλείνουν και ο κόσμος οδεύει προς τις εξόδους.
Κάποιοι τρέχουν στα καμαρίνια να συγχαρούν από κοντα
τους δημιουργούς αυτής της θαυμάσιας βραδιας
Κάποιοι με υστερία συνωστίζονται αποζητώντας ένα αυτόγραφο.

Ο πρωταγωνιστής σίγουρος για τον εαυτό του
νοιώθει πλήρης, ικανός για τα πάντα
και μοιράζει χαμόγελα και ευχαριστίες
στις ρηχές κολακείες των θαυμαστών του.

Οι θύρες κλείνουν και επικρατεί ηρεμία.
Μόνο οι καθαρίστριες που καθαρίζουν τις θέσεις του κοινού
και οι τεχνικοί που μαζεύουν τα μηχανήματα έχουν απομείνει,
ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί φεύγουν από την πίσω πόρτα.

Ο πρωταγωνιστής γυρίζει στην σκηνή
κοιτάζει γύρω του παρατηρώντας
τις χαρούμενες εκφράσεις τους
"επιτέλους τελειώσαμε" λένε

Ακίνητος, τους βλέπει να αποχωρούν
και μένει μόνος του, στο σκοτάδι
της άδειας σκηνής του θεάτρου.

Κατάρα και ευλογία η ζωή του καλλιτέχνη.
Δυό ώρες ζωής και εικοσιδυό ώρες θανάτου
κάθε μέρα...

Tuesday, June 20, 2006

Πουλημένη Γενιά

Θανάσιμο μίσος, πλημμυρίζει τις ψυχές των γερόντων
ζηλεύοντας την πρόσκαιρη αθανασία των νέων
που δείχνουν έτοιμοι να τους αντικαταστήσουν
έτοιμοι να προχωρήσουν με κάθε μέσον, δίχως ηθική.

Ποιός άλλος όμως φταίει για την κατάντια μιας γενιάς αν όχι η προηγούμενη γενιά;

Όταν η ψυχή ενός παιδιού δεν μαθαίνει ν'αγαπά
και όταν πρωταρχική αξία του καθίσταται η "μόρφωση"
καμία ηθική, καμία δυσειδαιμονία, κανενός είδους ρομαντισμός
δεν υπάρχει να τον καθοδηγήσει σαν πυξίδα

Βαρέθηκα πραγματικά να τους κοιτώ στα μάτια
και να βλέπω κλώνους των γονιών τους
ανίκανοι να κόψουν τον ομφάλιο λώρο τους
πιθικίζουν κάνοντας ότι τους πούν οι υπερφύαλοι γονείς τους

Ξεπουλημένοι και αυτοί, όπως και τα πρότυπά τους
για μια κοινωνική αποκατάσταση και του βουλευτή την εύνοια
αντάλλαξαν τον εαυτό τους σε νεαρή ηλικία
για να φτάσουν σήμερα να έχουν εξοχικά, πισίνες και τιμές;

Ποιός θα μας διδάξει την ανωτερότητα τους εαυτού μας;
Ποιός θα μας δείξει την διαφορά μεταξύ πάθους, έρωτα και αγάπης;
Ποιός θα μας υποδείξει τον τρόπο σκέψης που απαιτείται σήμερα;
Ποιός και τι θα μας κάνει να διαφέρουμε από τις μηχανές που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε;

Αναίσθητοι, στέκουμε στο απυρόβλητο
περιμένοντας την επόμενη αυτάρεσκη ανάδειξή μας
μη δυνάμενοι να αναγνωρίσουμε αυτά που ήδη έχουμε, ζητούμε περισσότερα,
δαγκώνουμε και μασάμε περισσότερο από όσο μπορούμε να καταπιούμε
υπερβάλλουμε, δείχνουμε ζήλο για να δείξουμε ότι είμαστε ξεχωριστοί.

Όλα για τη γαμημένη δόξα και την παραισθησιογόνη υστεροφημία μας
Όλα για την ικανοποίηση των μεγαλυτέρων που φουσκωμένοι από την εμπειρία
φοβούνται να μας αφήσουν να δοκιμάσουμε νέους δρόμους, νέες κατευθύνσεις.
Όλα για την δόξα του ονόματος, της πατρίδας και ενός έθνους που έκλεψε το όνομά του
και φροντίζει να το λερώνει κάθε στιγμή της πικρής και σάπιας του ζωής.

Ξεχνάμε όμως ότι από χώμα ξεκινήσαμε
και σε χώμα θα καταλήξουμε
τόσο εμείς που αριστεύουμε
όσο και εμείς που αποτυγχαίνουμε...

Saturday, June 17, 2006

Θέλω

Πνίγομαι σε αυτόν τον κόσμο
της στείρας εκλογικευμένης ζωής μας
Πνίγομαι σε αυτήν τη θάλασσα
της απομόνωσης, της απομάκρυνσης,
της περιορισμένης ευθύνης.

Η μαγική λέξη που λείπει απ' τα χείλη μας
"Θέλω''
Ακόμα και η επιθυμία θεωρείται αμαρτία
στην γκρίζα εποχή μας και υπόσχεται
δυσκολίες, φουρτούνες και το χειρότερο
μια προκαθορισμένη ζωή, με σχέδιο.

Θέλω να ταξιδέψω σε μέρη ξεχασμένα
Θέλω να πετάξω ελέυθερος μακριά στους νυχτερινούς ουρανούς
Θέλω να κόψω όλους τους δεσμούς μου με το παρελθόν
Θέλω ελευθερία
Θέλω ηρεμία και ένταση μαζί
Θέλω αγάπη, μίσος, φόβο, πάθος, πόνο
Θέλω αισθήματα ειλικρινά και αυθεντικά
Θέλω ανεξαρτητοποίηση και καμία υπόσχεση για το αύριο
Θέλω χάος και τάξη
Θέλω κατάρευση της πολιτικής και ανάδειξη του ανθρώπου
Θέλω πικάντικες στιγμές σε απόμερες γωνιές του χάρτη
Θέλω γέλιο, χαρά και έκσταση
Θέλω θλίψη, δάκρυα και στενοχώρια.
Θέλω ηρεμία και πάνω απ'όλα ησυχία
Θέλω μια ζωή γεμάτη γεγονότα ικανά να βασιστεί ένα μυθιστόρημα
Θέλω μύθους και νέες θρησκείες, ικανές να εμπνεύσουν το αύριο
Θέλω επανάσταση πνεύματος και ανακάλυψη ενός νέου μεγαλείου.

Παράνομος ισχυρίζομαι πως είμαι
σε αυτόν το κόσμο, σε αυτή τη χώρα
που εγκλωβίζει τα παιδιά σε όνειρα
τα οποία καταρρέουν και διαψεύδονται
στην σκληρή ηλικία των 17.

Αναγνώστη μιας μακρυνής μελλοντικής εποχής
γνώριζε και πές στους συνανθρώπους σου
πως στη δική μας εποχή, η πρωτοτυπία
θεωρείτο έγκλημα και η ελευθερία αμαρτία...

Μαρασμός

Σύγχιση, σύγχιση
όλα μου τα λόγια
μια ψευδαίσθηση.
Τι είναι αληθινό;
Τι ψέυτικο;
Είμαι ξύπνιος ή κοιμάμαι;

Σύγχιση.
Υποσχέσεις
ενάρετες σχέσεις
φιλίες, έχθρες
κοινωνικότητα

Μαρασμός στην εποχή μας
μάς δημιουργεί φοβίες
ικανές να μας απομακρύνουν
από τα πιο μικρά και απλά πράγματα.

Δύσκολα εγκαταλείπουν οι λέξεις το στόμα μας
ακατανόητα φαίνονται τα πιο λογικά
και μόνιμα τα περιστασιακά
γιατί τόση απομόνωση στην εποχή μας;

Γιατί τόση θλίψη...

Tuesday, June 13, 2006

Ουροβόροι

Σκοτάδι, μυρωδιές σήψης...
Κι άλλος εφιάλτης
Αισθήματα αλησμόνητης τύψης
της μοίρας μου δυνάστης

Ακολουθώντας διάδρομο μακρύ
κρατώντας στο χέρι μου δαδί,
πυρσό από χρυσελεφάντινο οστό
έφτασα στην αίθουσα των βασιλέων

Με φωνή τρεμάμενη από δέος
ξαφνιάστηκα απ' του βασιλιά το κλέος
στέμμα διαμαντένιο στολίζει την αρχαία κάρα
ατσάλινο σπαθί κραδαίνει στο χέρι το δεξί

Συμπεριφερόμενοι σαν μανιακοί
οι εκστασιασμένοι υπήκοοι
γυναίκες που σκίζουν τα ρούχα τους
παιδιά που πηδάνε στη φωτιά
για την καλοπέραση του άψογου βασιλιά τους

Ανυποψίαστος σπρώχνω το όραμα μακριά
καθώς με ρίχνουν στη φωτιά, θυσία και σπονδή
όταν οι φλόγες πλημμύριζαν τη καινή ψυχή μου
επικαλέστηκα το όνομα αυτών που έπεσαν παλιά
θυσία στου θηρίου της εκμετάλλευσης το βωμό.

Ουροβόροι άρχοντες, άφθαρτοι στην οργή τους
αξεπέραστοι, ανέραστοι εραστές, δυναμικοί υποκριτές
ποτέ δεν σταματούν, ποτέ δεν υποχωρούν
μανιακοί δολοφόνοι, δολοπλοκίες
κρυμμένοι πίσω από ευγενικά πρόσωπα
και πολυεθνικές εταιρίες, αφεντικά με δούλους

Προσοχή! Το χαμόγελό τους είναι κάλπικο
και η ευφάνταστη αλαζονεία τους ασύγκριτη
στο θρόνο του βασιλιά της ανικανοποίητης, της δίψας για πλούτο
εμφανίζονται υποκλινόμενοι σαρδώνια μιλώντας
η πίεση πλέον είναι αφόρητη.

Στροβιλιζόμενος απομακρύνομαι
φεύγω μακριά, άλλη μια νύχτα
παλεύοντας με το μέλλον
άλλη μια ιστορία συμπυκνώθηκε
με γράμματα και σφραγγίστηκε σε φακέλους.

Αναζητώντας την τέλεια ομορφιά
που σπέρνει τρόμο στην καταχνιά
εξοπλίζομαι με την ελπίδα της χαραυγής
μια νέα μέρα υπόσχεται μια νέα ευκαιρία για αλλαγή
αλλά δυστυχώς και τον ερχομό μιας νέας νύχτας
ίδιας με την χθεσινή

Monday, June 12, 2006

Η γενιά μας

Αστείρευτη η έμπνευση
και η ανάγκη για έκφραση
το πάθος της γενιάς μας
καλουπώνεται στις τηλεοράσεις.

Ανίκητος ο φθόνος μας
και η ανάγκη για κέρδος
οι ελπίδες της γενιάς μας
προδίδονται από τους ηγέτες μας.

Ανικανοποίητος ο ερωτισμός μας
και η δίψα για ρομαντισμό
τα όνειρα της γενιάς μας
ξεχάστηκαν όταν ενηλικιωθήκαμε.

Απίστευτη η ορμή για επανάσταση
και οι πείνα μας για κάτι καινούργιο
η εξέγερση της γενιάς μας
θάφτηκε από κομματικοποιήσεις και καπηλείες.

Ανεξέλεγκτη η υπνηλία μας
και φορώντας πάντα παρωπίδες
η ικανότητα της γενιάς μας
μικρή και ανίκανη όπως και τα όνειρά μας...

Sunday, June 11, 2006

Ελευθερία

Η ελευθερία πάντα θα πατά
σε απελπισμένες διαθέσεις και τρόπους
όταν κανείς πια δεν γνωρίζει
τι για αυτόν το μέλλον κρύβει

Περνάν τα χρόνια και μεγαλώνεις
πνιγμένος σε ένα αίσθημα απόγνωσης
νοιώθεις μελαγχολικά και θλιμμένα
σαν νά'σαι θαμμένος με το κεφάλι έξω απ' τη γη

Ποιος σου έδειξε το δρόμο;
Ποιος σε οδήγησε στον ουρανό;
Χαράμισα τον χρόνο μου παίζοντας παιχνίδια
γιατί και πώς αποφάσισες να πετάξεις μακριά;
χωρίς σημάδι ή ειδοποίηση...

Πήρα ένα γρήγορο αμάξι
επιταχύνοντας οδήγησα μακριά
τίναξα τα μυαλά μιας πόρνης στον αέρα
μα τίποτε δεν άλλαζε τη ζωή μου

Και τότε ένα πρωί
ξύπνησα μες τη βρωμιά μου
κατάλαβα τότε για πρώτη φορά
αυτό που έψαχνα εδώ δεν υπήρχε για να βρω

Έτσι, έφυγα μακριά, βαθιά μέσα στην έρημο
κρύφτηκα στα φαράγγια και τις δυτικές βουνοπλαγιές
δημιούργησα μουσική παίζοντας, ουρλιάζοντας με τους λύκους
όντας απλά ο εαυτός μου, χωρίς νά'χω σκέψεις στο μυαλό μου

Δίχως σκέψεις να μ'απασχολούν
ζώντας και αγαπώντας
στο όνομα της ελευθερίας

Ελευθερία!
Ελευθερία!
Ο ήχος της ξεθωριασμένης ελευθερίας δεν σταματά
σαν ένας νόμος ή μια αγάπη που δεν λυγίζει
στην έρημο, στη φύση θα βρεις τον εαυτό σου
να ουρλιάζει "Ελευθερία" προς τη δύση.

Μα καθώς θα μεγαλώνεις, θα δεις
πιστεύω πως θα καταλάβεις
ότι στο τέλος μέσα από τα ίδια σου τα στήθη
η ελευθερία ξεθωριάζει σαν ανάσα
σα κύκνειο άσμα, πρωτόγνωρο μα τελεσίδικο...

Monday, June 05, 2006

Μια στιγμή

Παρατήρησε τις κινήσεις της,
κοίτα πως ξαποστέλνει κάθε πρόσκληση
πως ξεπερνά κάθε εμπόδιο και πρόκληση
πρόσεξε γιατί οδεύεις σε ενεργό ναρκοπέδιο

Τα μάτια της κόβουν την καρδιά μου
σαν το διαμάντι ενός ληστή που κόβει τη βιτρίνα
η ανάσα της βυθίζει τη σκέψη μου σταδιακά
όπως ο άνεμος φουσκώνει τα πανια και ωθεί το πλοίο
το άγγιγμά της ηρεμεί την άγρια, πρωτόγονη ψυχή μου
όπως το η δύναμη της νύχτας φέρνει τον ύπνο στα ζωντανά

Παρατήρησε τον τόνο της φωνής της
κοίτα πως δημιουργεί στενόχωρη σύγχιση
και πως σταματά ή ξεκινά κάθε συζήτηση
έσο έτοιμος γιατί οδεύεις σε άγνωστα νερά

Καθώς ξαπλώνει δίπλα μου, χαιδεύει τις πληγές μου
ρίχνοντας βάλσαμο με κάθε της ψύθιρο
μου υπόσχεται ένα νέο όνειρο μια καινούργια στιγμή
που διαρκεί όσο ένα καρδιοχτύπι
όσο δυο ανάσες, όσο ένα ηλιοβασίλεμα
όσο ένας αιώνας, όσο μια πανσέληνος.
Μια στιγμή τόσο μικρή τόσο μεγάλη
όσο η πνοή που με γεμίζει αυτή την ώρα.

Παρατήρησε πως ανοίγει τα μάτια της καθώς ξυπνά
κοίτα πως στη σύγκριση ο ήλιος πως τρομοκρατείται
πρόσεξε για μια στιγμή την αύρα που δημιουργεί
το χαμόγελο της σιωπής που υπόμονα συγκρατεί
ηλεκτροφόρα δίχτυα τα μαλλιά της

Προσοχή, μυρίζει αίμα και φωτιά
μια νέα θυσία στους θεούς της ενοχής
Προσοχή, είναι η ίδια η ζωή
αχτίδα μέσα στο σκοτάδι της εποχής μου.

Έρμαιο του χρόνου η πυρρά που ανάβει στη σπηλιά της
έρμαιο τους εαυτού μου η σκιά που χάνεται στη μοναξιά της
στη σκέψη μου επιστρέφει ξεπουλωντας υποσχέσεις
που έδωσε απλόχειρα σε εκείνη την ασήμαντη για αυτήν στιγμή

Υπάρχει...

Υπάρχει εκεί έξω κάτι που μας παρακολουθεί
κάτι που μας περιμένει να δράσουμε αναλόγως
και δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι ζώο.
Δεν έχει ψυχή, ούτε μάτια αληθινά για να δεί
αυτιά για να ακούσει, γλώσσα για να γευθεί.

Υπάρχει κάτι εκεί έξω που θρέφεται
οπό τους φόβους μας
από τις χαρούμενες στιγμές μας
από την λύπη μας
από την αγάπη μας
από την ίδια μας την ψυχή
και όχι απο σάρκα ή από αίμα

Οι επικλήσεις το απωθούνε
και οι προσευχές το έλκουν.
Η λατρεία μας το διαστρέφει
και η αποστροφή μας το δυναμώνει

Οι υπέρτατοι, αιώνιοι Κύριοι,
που ζούν μέσα μας, στα συναισθήματά μας.
ετοιμάζουν την άφιξη μα και αναχώρησή τους.
Εμείς πειραματόζωα μιας εξελικτικής πορείας
δίχως να γνωρίζουμε την μήτρα που μας γέννησε
ζούμε για να τους εκολάπτουμε σαν κουκούλια
που επωάζονται φέρνοντας στο κόσμο νέα είδη
νέους φόβους και χαρές
νέες λύπες και αγάπες
νέες ψυχές...

Saturday, June 03, 2006

Το Δάκρυ

Σκιάστηκα βλέποντας το χαμόγελό της,
να ραγίζει απότομα κοιτάζοντας στο κενό
όταν απομακρισμένη απ' τον περίγυρό της
βυθίζεται σε θλίψη που κρύβει το αληθινό.

Καθώς με βία συγκρατούσε αυτό που ένοιωθε
και χάνονταν στον καταιγισμό των σκέψεων
σε πανικόβλητες γκρίζες θύελλες αναμνήσεων
και ονείρων, απορούσα που νόμιζε πως τα'κρυβε

Στα κρυφά και ανεξήγητα του νου της τα στρώματα
πλοήγησα στα τυφλά την πλωτή ενύπνια σχεδία μου
με ενόραση που διαισθάνεται εικονικά με χρώματα
σημάδεψα τη μνήμη σαν πρόλογος στην ιστορία μου

Στα κρυφά με ταραχή και ξέσπασμα ξαφνικό
έλιωσαν τα μάτια της σε ένα δάκρυ αληθινό
σαν μια σταγόνα, προάγγελος βροχής που πέφτει
σε γη ξηρή και διψασμένη, στο πρόσωπό της τρέχει

Γιατί ένα δάκρυ είναι ένα διαμάντι
κρύβει σκέψεις, κρύβει πόθους
αλλάζει βλέψεις, σπάει όρκους
κρύβει μιας κάλπικης χαράς ψεγάδι.

Όσο πιο σπάνιο το δάκρυ τόσο πιο πολύτιμο
κι όσο πιο ειλικρινές τόσο πιο πικρό τ'αντίτιμο
μιας ψυχής η απαισιόδοξη και εσωστρεφής εντροπία
καθορίζεται από μια καθημερινή και μονότονη ανία

Καταφύγιο της προσέφερα στο μυστηριακό λιμάνι μου
και άφησα το δάκρυ της να κυλήσει στη παλάμη μου
άπλωσα το χέρι μου και το τοποθέτησα στ'αστέρια
έκλεψα το φεγγάρι και της το ακούμπησα στα χέρια

Thursday, June 01, 2006

Εφιάλτες (για τον φίλο μου τον Θ.)

Θλιμμένα μάτια κοιτάζουν τ' αστέρια
φαντάσματα από το παρελθόν στο παρασκήνιο
καθώς νυχτώνει, το θηρίο της οργής
τα στήθια του φουσκώνει

Με γυμνά πόδια τρέχει στα χαλίκια
αναστενάζει από τον πόνο και γονατίζει
μια χούφτά χώμα μέσα απ' την παλάμη του κυλά
και έντονοι σπασμοί ακολουθούν.

Η οργισμένη φωνή του καλύπτει τη βοή
του ανέμου, και ο πόνος μεγαλώνει.
Αχανείς ερωτήσεις δίχως απάντηση τον πνίγουν
το φορτίο του τον αναγκάζει να ξαπλώσει

Εφιάλτης, προδωσία,
μαύρα σκυλιά τον βασανίζουν
αιμοδιψή κοράκια περιμένουν
οργή, κατάρες, στενοχώρια.

Απόρρησα... Τι βασανίζει τον θνητό;
Με τι μορφή ομίχλης να τον πλησίασω;
και κοίταξα στα μάτια του
και προσπαθώντας τότε να καταλάβω τι τον βασανίζει.
είδα μάτια που λιώνουν και γίνονται δάκρυα
λόγια πόνου που αιμοραγούσαν απ' το στόμα του
και συνεχώς η ίδια ερώτηση
Γιατί;
Γιατί;

Απορούσε για τη συμπεριφορά της
απορρούσε για την προσεγγισή της
χρόνια τώρα τον κορόιδευε
χρόνια τώρα τον βασάνιζε.

Ρίγησα από την ένταση των αντιδράσεών του
θυμίθηκα τον εαυτό μου, όταν ζούσα σαν θνητός
τότε που η κατάρα της απόρριψης ήταν δυνατή
τότε που η μοναξιά στοίχειωνε μόνιμα την δική μου τη ζωή

Μάζεψα όλο το κουράγιο μου και όλη τη δύναμή μου
και παρουσιάστηκα μπροστά στο φίλο μου
τον έπιασα απ' τον ώμο και τον ρώτησα
"Τι σε βασανίζει αδερφέ
Τι σε βασανίζει φίλε μου;"

Σήκωσε το βλέμμα απορρώντας
ξαφνιασμένος από την εμφάνισή μου
και τότε θυμίθηκα αισθήματα απόγνωσης
"Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να είσαι εδώ;" με ρώτησε

"Η παρουσία μου επιβάλεται
είναι ο λόγος που επέστρεψα
σε αυτόν το κόσμο των ηλιθίων
να βοηθήσω χωρίς να ζητώ πληρωμή
Τόσους άσχετους βοήθησα, εσένα αδερφέ
θα αντέξω να ξεχάσω; Πές μου τι; Τι σε βασανίζει;"

Ψυθιρίζοντας τα παραπάνω γονάτισα και κάθησα δίπλα του
Αργά, σαν να μετρούσε κάθε δευτερόλεπτο, ανασκουμπώθηκε
άνοιξε το μικρό φλασκί με το κρασί και ήπιε
προσπαθώντας να πάρει κουράγιο.

"Αδερφέ, μακάρι νά 'μουν σαν και εσένα
γυναίκας η φλογερή λεπίδα να μην σ'αγγίζει
της κατάρας των θεών η αύρα να μη σε σφύζει
γιατί πάντα να βγαίνω τελευταίος και εξαπατημένος;

Μακάρι να σ'είχα ακούσει, μακάρι νά 'μουν σαν εσένα
μιας μονάχα γυναίκας η ματιά να μην σε καίει
και η άμυνές σου ποτέ να μην υποχωρούν
και ποτέ να μη ρωτάς εκτός απο εσένα ποιός άλλος φταίει;"

Απόρρησα με το πόσο λίγο
ο φίλος μου με ήξερε
απόρρησα γιατί αυτός
καταλάβαινε μόνο όσα ήθελε

"Κανείς δεν είναι τέλειος
και πρώτυπο σωστό.
Κανείς δεν βρίσκεται εδώ
για να σε σώσει απ' τον πόνο

Ήρθα από τους χώρους του φωτός
απλά για να σ'ακούσω, όχι σύγκριση
κακόγουστη να κάνω και να αρχίσω.
Πές μου λοιπόν τι είναι αυτό
που πραγματικά σε βασανίζει;"

Μια λάμψη θλίψης στα μάτια του
και ένα δείγμα οργής στη φωνή του
"Αδερφέ, αυτό που με βασανίζει
το ξέρεις πολύ καλά εξ' αλλου
αυτό σε βασανίζει και εσένα
και σε κάνει σκοτεινό.
Αυτό σε κάνει σκοτεινο
απρόσιτο και απόμακρο
αυτό σε κάνει δύσκολο και ανέκφραστο
αυτό σε αφήνει μόνο"

Άπλωσα το χέρι μου και έσβησα τ'αστέρια
κοίταξα το φεγγάρι και άλλαξα το χρώμα του
"Μόνος μου ζώ, του είπα, όλα αυτά τα χρόνια
γιατί στο όρος των θεών μονάχος σου μπαίνεις"

Καθώς ο εφιάλτης πλησίαζε το τέλος
και οι ήχοι χάνονταν στο σκοτάδι του ύπνου
ο φίλος μου ψυθίρισε
"Μόνος δεν μπορεί κανένας
είτε θεός είναι ... είτε τέρας"

άτιτλο-ακατέργαστο v.2

Ξεκινά απ'τα χαμηλά
με κρυφά ενδυκτικά
θέλοντας να φτάσει ψηλά
σε στάδια φανερά

Ξέρει τι δεν θέλει
και δε ξέρει τι θέλει
αποφάσεις των ανθρώπων
κρυμμένες στα τραγούδια

Χαράζει και ο ερχομός της νέας μέρας
υπόσχεται μια άνθηση ευγένειας
ο πιο περίεργος κόσμος που έζησα ποτέ
η πιο περίεργη ζωή που κλήθηκα να ζήσω

Και όταν τα νιάτα θα περάσουν
και η μελαγχολία αντικατασταθεί απ' την ανία
θα θυμούνται τα μνημεία που χτίσαμε αρχαίοι
και θα ψυθιρίζουν με παράπονο γιατί δεν συμετείχαν.

Monday, May 29, 2006

Παιδική Παρέλαση

Μια παρέλαση παιδική
ένας διαφορετικός κόσμος
κράτος εν κράτει
πλήθος δυσνόητων φωνών
Απορρία...

Κοιτάζω γύρω μου ψάχνοντας να εντοπίσω
τους καθοδηγούς και ίσως δημιουργούς
αυτής της καθόλα συνηθισμένης σύναξης.

Ένα παιδί παρατηρεί τα άστρα
πιστεύει πως αν το πιστέψει αρκετα
θα μπορέσει να τα φτάσει
να απλώσει το χέρι του και να τα ακουμπίσει

Ένα άλλο κοιτάει τη θάλασσα
πιστεύει πως μπορεί να κολυμπήσει
σαν δελφίνι και να συναντήσει
τις γοργόνες και τους πρίγκηπες
που του λένε στα παραμύθια

Ένα μικρό κοριτσάκι ψάχνει τη μητέρα του
ένα άλλο τσατίζεται με την αδερφή της
και στο ενδιάμεσο ένα βρέφος κοιτάει αμήχανα
τη μεγάλη ενήλικη μορφή που παίζει μαζί του

Χιλιάδες παιδικές φωνές
ίσως να εκφράζουν τις στιγμές
της προσωπικής τους ευτυχίας
ένα παιχνίδι κυρίως φαντασίας

Πόσο τέλειο και αρμονικό
είναι το χάος που δημιουργεί
αυτός ο παράξενος πανζουρλισμός
σαν φωνές από ένα όνειρο
που κάποτε είχαμε δεί αλλά ξεχάσαμε

Χαμένα κομμάτια του παιδικού μας εαυτού
που ακόμα και σήμερα στο δικό μας ασφαλές
κατα την ταπεινή μας άποψη περιβάλλον
μας στοιχειώνουν, μας κυνηγούν,
μας κάνουν να απορρούμε...
τι θέλαμε τότε, που φτάσαμε τελικα;

Η ματιά μου πέφτει πάνω σε ένα αγοράκι
που προσπαθούσε να πετάξει πηδώντας
στο τραμπολίνο και ο ειρμός των σκέψεών μου χάνεται.
Μάταια προσπαθεί, διατείνοντας τα χέρια του
και κουνόντας τα πάνω-κάτω ρυθμικά
να μείνει για λίγο ακόμα στον αέρα
μακρυά απ' το κόσμο των μεγάλων

Θυμήθηκα τον ξεχασμένο εαυτό μου
που αγωνιούσε να καταλάβει
πως γίνεται άλλα ζώα να πετούν
και άλλα να έρπονται στις σκιές.
πώς γίνεται οι άνθρωποι άλλα να λένε
και άλλα να εννοούν σε αυτό το ξένο κόσμο
των μεγάλων, των γονιών, των δικαστών.

Μια μητέρα απειλεί τη κόρη της
προσπαθώντας έτσι να επιβάλλει την τάξη.
Παρατηρώ την απορρία στα μάτια του παιδιού
να μετατρέπεται σε αγωνία, και μετά σε φόβο.
Έτσι πρέπει νάναι ο κόσμος του παιδιού;
Γεμάτος φόβο;

Αμέτρητες παιδικές φωνές, χαρούμενες
αμέτρητοι ήχοι, που ενήλικου ο νους
δεν μπορεί να κατανοήσει.
Οι σκέψεις και το παιχνίδι τους μας φαντάζει ανοησία.

Με συνεπαίρνει το συναίσθημα
και αναρωτιέμαι ενστικτωδώς
πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός
και πως μια εποχή τόσο κοντινή
να φαντάζει τόσο απίστευτα μακρυνή

Και η πραγματικότητα σαν ένα νησί
που αναδύεται από τα βάθη του ωκεανού
με ένα αίσθημα σχεδόν κατάπληξης
με επαναφέρει στην παιδική παρέλαση.

Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα,
φαντάζομαι τα αστέρια που θα φανούν
σε λίγη ώρα καθώς ο ήλιος πέφτει
και με ένα συναίσθημα ματαιόδοξης ελπίδας
ασφαλίζω τις σημειώσεις μου και χαμογελώντας
αποχωρώ...

Έστω και για λίγο θυμήθηκα πως ήταν
να μιλάς στα παιχνίδια σου και αυτά να σου απαντούνε...

Tuesday, May 23, 2006

Το πλοίο της ψυχής (ανολοκλήρωτο)

Σε ποιό πλοίο να ανέβω;
Μήπως σ'αυτό που στέκει διπλωμένο
περιμένωντας την άμπωτη, την πλημυρίδα
από αυτό το λιμάνι να το σώσει
και μακρυά να πάρει;

Σ'αυτό το πλοίο αποζητώ
την Κιβωτό να στήσω
έναν μέσα να βάλω, τον εχθρό
και έναν ακόμα φίλο,
(με παιδιά και γέλια να γεμίσω. )

Σε εσάς Αιώνιοι, σε σάς τα θυσιάζω
τα φτερά αγγέλου που έκοψα
και έραψα στη πλάτη μου
ιερόσυλος και εγώ και ασεβής σαν όλους.

Σε σάς Αιώνιοι, σε σάς τη θυσιάζω
την αρμονική και ήρεμη αυτή ημέρα
στο όνομα της νύχτας και του ονείρου
του ενύπνιου αυτού που με χρίζει Άρχοντα

Καλωσήρθατε στη χαρτογράφιση των ψυχών σας!
Εδώ, όπου τα λόγια δεν μετρούνε, μήτε και οι πράξεις σας
μόνο αυτό που σκέπτεστε και μόνο αυτό που νοιώθετε
έχει αξία και σημασία. Και δεν χωρά πια αμφιβολία
ότι εδώ τα πλοία αράζουν και από εδώ πάντα ξεκινούν
βάζοντας πλώρη στη καρδιά και ρότα για το νού...

Πές τους...

Αγνή βασίλισσα
πές τους ότ ήρθα
και είδα και μάντεψα
και εστίασα στα μάτια τους
και είδα την άγνοιά τους
και τους συγχώρεσα.

Η απάντηση τους στην λιτή μου πρόσκληση
ο ωχαδερφισμός των υιών και των κορασίδων σου
η παράνοια της παράξενης και περίεργης εποχής μας
η αρνητικότητα που μας σπρώχνει στις σκοτεινές γωνίες
ψάχνοντας να βρούμε ένα στήριγμα, έναν βοηθό
κάποιον, κάποια, κάτι να θρέψει τα δάκρυα μας
να ποτίσει και να φροντίσει τον κήπο της καρδιας μας
η αδιαφορία αυτή θα είναι το τέλος μας.

Πες τους βασίλισσα τ'ουρανού
ότι ήρθα και τους είδα
και κοίταξα μες τα μάτια τους
και είδα άσβεστο πάθος
και δείψα για την αλήθεια
και πόνο για το λάθος.

Ελάτε να σας δείξω τα τέσσερα βασίλεια
να σας μάθω να ακούτε τους ψιθύρους των ανέμων.
Δώσε λίγη προσοχή καθώς ξαπλώνεις στο σκοτάδι
λίγο πριν σε πάρει στο άρμα του ο Ύπνος
άκουσε τους ψίθυρους της σιωπής
διάβασε τα χείλη ενός θεού
εισέβαλε απρόσκλητος, απρόσκλητη
στο άδυτο της ψυχής των συνανθρώπων
και μάθε το μυστικό τους όνειρο
ανακάλυψε αυτό που τους κρατά ακόμα όρθιους

Στα μάτια σας κρύβεται η ιερή εξέταση
η σταύρωση ενός ανθρώπου
η ανάσταση ενός θεού
η αγάπη ενός παιδιού
η ζήλια του δευτερότοκου αδερφού
ο φθόνος του φτωχού τω πνεύματι
το μίσος του εχθρού.

Στα μάτια σας, στα μάτια μου
στα μάτια σου, στα μάτια τους
κρύβονται σκιές, μυστήρια, σκέψεις.
Και όταν τα μάτια λιώνουν
και γίνονται δάκρυα
καλύπτουν τα χαμόγελα
αυτών που ορκίστηκαν αγάπη.

Πές τους βασίλισσα της φωτιάς και του νερού
ότι ήρθα και είδα
και άκουσα τα λόγια τους
και έννοιωσα την αγανάκτησή τους
μα άνθρωπος και εγώ σαν και αυτούς
θυμώνω που μοναχός τίποτα δεν μπορώ
να αλλάξω...

Monday, May 22, 2006

ημιτελές

Πύρινες γλώσσες γλύφουν απαλά το ξύλο
οι φλόγες γεμίζουν το χώρο με ένα έντονο πορτοκαλί φως
τα μάτια αναγκάζονται να δώσουν προσοχή
και τις σκέψεις μου τις κλέβει ο καπνός

Η πυρρά που δεσπόζει στις ψυχές μας
αναγκάζει τους άλλους να κοιτούν αποχαυνωμένοι
ή να μας αποστρέφονται φλεγόμενοι στο ψέμμα τους

Sunday, May 21, 2006

Απρόσκλητος και δεύτερος

Παλεύοντας με τον εαυτό μου
μέσα στην ομίχλη μιας ιδέας
συνάντησα έναν ξένο, περίεργης φύσης.
Δεν μου μίλησε ούτε με κοίταξε
έως ότου στη σκέψη μου απόρρησα
και μου απάντησε "Είμαι Άγγελος"

Αφού έφυγε τον ακολούθησα
εως ότου απρόσκλητος μπήκα δεύτερος
στη σειρα, στο ιδιωτικό του πάρτυ.

Ένοιωσα την ομορφιά μιας πρωτόγνωρης ατμόσφαιρας
σαν να με καλούσαν Σειρήνες με το μαγευτικό τους ήχο.
Πλησίασα και άπλωσα το χέρι μου, ζητώντας αναγνώριση
Αρνήθηκαν με ύφος ευγενικό, σιγοψιθυρίζοντας
"Ανήκουμε αλλού όχι σε σένα,
απρόσκλητος ήρθες, δεύτερος και όχι πρώτος"

Χωλαίνουσα ψυχή με τράβηξε μακρυα τους
οι μούσες των αρχαίων, κεντρίσαν το εγώ μου
Πλησίασα με απλωμένο χέρι, κουρασμένος
ζητώντας αναγνώριση και τη θέρμη των θεών
¨Ανήκουμε αλλού μικρέ μου πρίγκηπα
απρόσκλητος μας ήρθες και πάντα δεύτερος"

Αναστάτωση και απογοήτευση με βύθισε στο κρασί
εικόνες δαιμόνων και Ερυνείων με καταδίωκαν και πάλι
εως ότου μια στιγμή, σαν αποκάλυψη, ακολούθησε
ευγένεια στην όψη, πλήθος χρωμάτων και ένταση
παλεύοντας τον εφιάλτη, πλησίασα απλώνοντας το χέρι μου
ψάχνοντας έναν ωκεανό να αδειάσω το ποτήρι των συναισθημάτων μου
"Ανήκω αλλού, ξένε, μου είπε, απρόσκλητος
στο χώρο της ζωής μου ήρθες και δεύτερος"

Καθώς οι ώρες περνούσαν αναζήτησα ξανά τον άγγελο
που μ' έφερε στο πάρτυ αυτό της προσωπικής μου απογοήτευσης
του ζήτησα να φύγω, να γυρίσω από κει που ήρθα, στην ομίχλη
χαμογέλασε σαρδώνεια και με μια αινιγματική έκφραση μου είπε
"Εδώ ανήκεις, απρόσκλητος και πάντα δεύτερος"

Πάντα δεύτερος
κι αν ο χρόνος σκιάζοταν το θάρρος
η αγάπη θα έλυνε το πρόβλημα
Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις
γενιά του Κάιν
ενός λεπτού καλοσύνης
να αντιστοιχεί με μια μερα
μοναξιάς.

Γεννηθήκαμε λέοντες...
και
θα πεθάνουμε σαν πρόβατα...
μοναχοί μεταξύ αγνώστων...

Thursday, May 18, 2006

Μάσκες

Φαντάσματα και μάγισσες
ξεπροβάλουν απ' τα σκοτεινά
δάση της ψυχής σου.

Σαν Σειρήνες με καλούν
οι χίλιες φωνές του Αιόλου
μελαγχολικά, μελωδικά σαν όνειρο
όταν φωνάζουν τ'όνομά σου.

Κι όπως ο αέρας παίζει τα μαλλιά σου
κλέβει ήχους και εικόνες
η μοναξιά φίλε, μας καλεί
να μας κλέψει, να μας βιώσει

Το μόνο που θέλω είναι
να μην πνιγώ στην ασφυξία
μέσα στην ίδια μου τη μάσκα

Σκοτεινή, απόμακρη, γεμάτη φόβο
και μια πρωτόγονη δύναμη, μαγεία
με πνίγει αυτή η μοναξιά της καταδίκης
όλοι θεατρίνοι, ψεύτικοι στρατηγοί
πνιγμένοι κι αυτοί όπως κι εγώ στα διλήμματα

Έχεις παρατηρήσει την κρυφή αρμονία
που καθοδηγεί την πτήση των πουλιών;
είτε πετούν ψηλά
είτε γυρνοβολούν στα χαμηλά
εκφράζουν μια λέξη...
"ελευθερία"

Η ασχήμια αυτού του κόσμου
γεμίζει αμφιβολίες και φόβους
αυτούς που τολμούν να ανοίγονται
άγγελοι με ψυχή διαβόλου
παιδιά με κουρασμένες σκέψεις..

Ποιός πρέπει νά'μαι ανάμεσά τους;
Ποιά μάσκα να φορέσω;

Tuesday, May 02, 2006

Απόγνωση

Σιγά-σιγά, καθώς νοιώθεις τον χρόνο να κυλά
βλέπεις γύρω σου πως ότι και αν κάνεις, όπως και να συμπεριφερθείς
τίποτα, ποτέ και πουθενά δεν νιώθεις ότι περνάς καλά.
Γιατί έτσι;
Ίσως επειδή κάηκες στη φωτιά που εσύ κάποτε άναψες.
Ίσως επειδή κάποια στιγμή ξέχασες τον εαυτό σου.
Μέτραγαν πάντοτε οι άλλοι, και πώς εσύ φαινόσουν.
Μέτραγαν πάντοτε οι στιγμές του γέλιου και της χαράς των άλλων
και όχι οι δικές σου.
Απόρρησες πολλές φορές με τον ίδιο σου το εαυτό,
ανέδειξες τη γνώση όπως την αντιλαμβανόσουν
αλλά σε έναν πόλεμο ποτέ δεν υπάρχουν κερδισμένοι.
Και να άλλαξες τη ζωή των άλλων
και να διόρθωσες μύρια κακά και άσχημα
τη δικιά σου τη ζωή και τα δικά σου τα κακά
δεν τα πρόσεξες.
Νοιώθεις μόνος σου
ανυπόμονα περιμένεις κάποια αλλαγή.
Ξέρεις ότι δεν σε βοηθά να ελπίζεις,
γιατί έτσι αδρανεις.
Ακόμα και έτσι όμως, τίποτα δεν σε ταρακουνά αρκετά
ώστε να αλλάξεις.
Μεταμορφώνεσαι, φοράς μάσκες, υποκρίνεσαι,
και αυτοί που σε καταλαβαίνουν, ειρωνικά ρωτούν αν νοιώθεις μόνος.
Άσχημο να είσαι χαμαιλέων.
Στο τέλος ακόμα και εσύ ξεχνάς ποιό είναι το πραγματικό σου πρόσωπο.
Βρίζεις, ξεσπάς, βαράς τους τοίχους, ουρλιάζεις, κλαίς
αλλά τίποτα δεν αλλάζει, γιατί απλούστατα θα περιμένεις το θαύμα σου.
Και όταν καταλάβεις πώς είναι δύσκολο να βγείς από το λούκι
στο οποίο απρόθυμα μεν αλλά αδιαμαρτύρητα δε μπήκες,
καταλαβαίνεις πως μέρα με τη μέρα, μεγαλώνεις
πως η φθορά της ηλικίας πλησιάζει απελπιστικά γρήγορα
πως ερχεται η στιγμή που δεν θα μπορείς ποτέ ξανά να σκεφτείς
αν μπορείς να γυρίσεις πίσω, γιατί πίσω πια δεν πάς.
Κάθεσαι και γράφεις όμορφα λογοπαίγνια,
αρέσει στο κόσμο να ακούει λέξεις, ακόμα και αν αυτές είναι χωρίς ουσία.
Κάθεσαι σε μια γωνία μεσα στο σκοτάδι, γονατιστός
και κοιτάς το άπειρο, παρακαλώντας για μια αλλαγή.
Η μονοτονία της καθημερινότητας σκοτώνει.
Αλλά η αναγκαστική μονοτονία σε βασανίζει περισσότερο.
Κολυμπάς στο αχανές μαύρο, πετάς, χάνεσαι
ειρωνικά οι άλλοι σε ρωτούν γιατί άλλαξες τόσο πολύ,
ενώ ξέρεις πως κατά βάθος τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Τι σημασία έχει αν ο τάφος σου είναι από χρυσό ή από μάρμαρο;

Θανάτου Έγερση (Για ένα φίλο που έφυγε)

Θάνατος με νύχια γαμψά
Ωσάν γεράκι βούτηξε
σε πήρε από εμάς, μακριά

Άνθρωποι, μάσκες απλές στη τσέπη σου
φίλοι υποκριτές, οι σφαίρες σου
ένας κρατούσε όπλο
πολλοί τράβηξαν όμως τη σκανδάλη

Τι αυτό που σ’ έζωσε
Σαν θηλιά σφιχτή
Πιο σφιχτή κι απ’ τον θάνατο τον ίδιο;
Ποια σκέψη έντονη υπέρβαλε στον πόνο;

Περίεργο, όπως ήρθες έφυγες
Μες τη γενιά των ηλιθίων δεν άντεξες
Ίσως αληθινός ένοιωθες σε κόσμο ψεύτικο
Ίσως ανούσιος πίστευες πως ήσουνα

Γλυκός φίλος, περίεργη γεύση
Του θανάτου η επιλογή, μια λέξη
Σκοτάδι, μοναξιά και συννεφιά
Οι σκέψεις που σε στοίχειωναν

Ω θάνατε,
Ω σκοτεινή φλόγα
Κάψε, θρέψου απ’ τον πόνο ενός ανθρώπου
Κι αν τα κοράκια πετούνε δυτικά
Η ψυχή στερεύει απ’ το σώμα
Σαν τα σύννεφα απ’ τη βροχή
Τεντωμένο σχοινί
Και η μάσκα σπάει
Κομμάτια δακρύων παντού
Ευλαβική σιγή
Σιωπή…
Τέλος…



“Ο θάνατος είναι μια νέα γένεση”
Ηράκλειτος

Friday, April 14, 2006

Ελευθερία

Οι βασιλείς του κόσμου των ηλιθίων
είναι οι πανηλίθιοι...
οι λέξεις επαναλαμβάνονται
είτε ουρλιάζεις για βοήθεια
είτε τ'αφήνεις ν'εννοηθεί
δεν υπάρχουν πια άξιοι και ικανοί

Συγνώμη που σου μίλησα, δεν έπρεπε
τι δουλειά έχω 'γω με αυτούς
που μιλούν και διεκδικούν;

Αρρώστια της ζωής,
το αύριο δε φοβίζει,
χαράζεται στη σκιά του σήμερα
και ξύπνιοι μπορούν
και διαβάζουν τα σημάδια.

Δεν υπάρχει πίστη,
ούτε πια αξία
μα ούτε και ιδανικό.

Όταν κανείς δεν δίνει σημασία
στα δάκρυα των νέων
κοιμηθείτε παιδιά των θεών
κοιμηθείτε, ο πανηλίθιος
σας οδηγεί και σήμερα
όπως και χθές...

Όσο κι αν ο χρόνος δείχνει να περνά
κι η ώρα της κρίσης δε πλησιάζει
πόσες δοκιμασίες πρέπει να περάσω;
Πόσες στιγμές σκέψης να χαράξω;
Για πρώτη φορά στη μικρή ζωή μου
ο χρόνος δεν είναι εχθρός μου.
Δεν ξέρω τι να κάνω...

Μια στιγμή!...

Η μιά σου λέξη χαράζει την αυγή
και η ματιά σου πύρινο σίδερο που τυφλώνει
ελευθερία αποζητώ στον ήχο της φωνής σου
ελευθερία από τον κόσμο αυτόν
των ηλιθίων...

Thursday, April 06, 2006

(Σε εξέλιξη)

Γυναίκα της σταύρωσης
ποιός κρύβει με το πέπλο της μανίας του
με αυτό το απαλό μα ψεύτικο προσωπείο του
χρυσό, πολύτιμο αλλά καινό
ποιός, ποιός, ποιός κρύβει
τα μάτια σου απ' τον ήλιο;

Υγρή γέννα, άνοιξη
λουλούδι με δίδυμα πέταλα
αστραπή και βροντές στα μάτια της
όνειρα...

Όνειρα που μπορούσαμε να βασιστούμε
πριν χαθούμε όλοι μας
όλοι μας μέσα στο ψέμμα της ωμότητας
κολλημένοι στο παρελθόν και στα σφάλματά μας
Ελευθερία!
Δείξε το υλικό που δημιούργησες αγγέλους
Φανέρωσε την ήπια γνώση της ζωής
Δημιουργέ, προδότη, πατέρα, αυτοκράτωρ!
Φεύ...

Που είναι οι ποιητές;
Που είναι οι ρομαντικοί δημιουργοί;
Κρύφθηκαν για πάντα, και με θεϊκό πείσμα
όπως με πείσμα η θεία Σελήνη
κρύβει την άλλη όψη της

Ίσως περιμένει να ξαναβρούμε τη χαμένη αγάπη
Αγάπη για ζωή, δημιουργία
για κάτι καινούργιο
το λουλούδι με τα δίδυμα πέταλα
υγρή γέννα, άνοιξη
και με θύελλες, βροντές και αστραπές στα μάτια...

Νεκρικοί Διάλογοι

Στρατιώτη!
που πολέμησες για πατρίδα
για ιδέα και ιδανικά
παράλυτος δακρίζεις
σκεπτόμενος
τη χαμένη σου νεότητα.
"Ποιά θα μ'αγαπήσει
έτσι όπως είμαι;", ρώτησε.

Στρατιώτη του Βιετνάμ
Τι αξία έχουν τα ιδανικά σου
όταν ερωτευμένος ζείς τη λύπη
νεκρός στο φώς;

Σπόνδυλοι σπασμένοι
ακίνητοι γοφοί
νεκρικοί διάλογοι
"Κι αν γυναίκας χείλη με αγγίζουν
έχασα την ικανότητα να νοιώθω
για τον πόλεμο που εσύ μητέρα μ'εστειλες
ακούς ιερή μητέρα;
Ακούς;"

Και χάθηκε στην αγκαλιά
που μίσθωσε με ένα ποσό
το έπαθλο του παλαίμαχου ήρωα
κλαίγοντας τον πήρε ο ύπνος
ελπίζοντας πως σαν ονειρευθεί
θα ονειρευθεί την κίνση
το τρέξιμο... τον έρωτα..

Wednesday, April 05, 2006

Προσευχές ενός τρελλού

I

Λέων βασιλεύ
αντί πορφύρας, λήσταρχου
φοράς το δέρμα σου

Λέων βασιλεύ
φανερώσου, φέρε μας
μια γεύση από δόξα

Λέων βασιλεύ
δίδαξέ μας
την αιμοσταγή σου τακτική

Λέων βασιλεύ
ξέσκισε τους αποστάτες
και προδότες της ιδέας

Λέων βασιλεύ
φέρε μας κουράγιο
δύναμη στην αδυναμίας μας

Λέων βασιλεύ
βασίλεψε!
σαν ήλιος που ανέτειλε
και θλιμμένα έδυσε


ΙΙ.

Στο όνοματου υγρού στοιχείου
που προφέρει υδάτινες μα και αιματοβαμμένες
συλλαβές ανα τους αιώνες, δέουμαι
Σαν θυσία προσφέρω το ανθρώπινο γένος
στο βωμό της αληθείας, της ισορροπίας
και της ψυχικής αλλοτρείωσης.


ΙΙΙ.

Ουρλιάζει και δεν σε ακούνε...
Δακρύζεις και δεν τους αγγίζει...
Πονάς, αγαπάς και δεν το νοιώθουν...
Ποιοί είναι;

Οι άνθρωποι...


ΙV.

Μεγάλε πατέρα, δημιουργέ
φέρε πίσω στα μάτια των παιδιών σου
το φώς, τ'αθάνατο
φέρε πίσω τη ζωή στη γη...


V.

Μακάρι νά'χα ζήσει στις μεγάλες στιγμές
πόνου της ανθρωπότητας, αρκεί μόνο νά'χα κλέψει
μια ματιά και μια λέξη από ένα γνήσιο άνθρωπο
έναν επι γής θεό, έναν καταλήτη, έναν από τους αρχαίους...


VI.

Οι πληγές που άνοιξες
δεν κλείνουν.
Το σώμα και η καρδιά
ξέχασαν πως να γιάνουν.
Πάνω μου κουβαλώ
στο σώμα χαραγμένες
όλες εκείνες τις μνήμες
γενναίων γενεών.

Μέσα στη καρδιά μου
ακόμα ανθεί, βλασταίνει και μαραίνεται
ο υάκινθοςτης χαμένης νιότης της γενιάς μου.

Αντί να διαλύσεις τους φόβους
μου δημιουργείς καινούργιους
και αθώος και δειλός πώς ν'αντέξω
Εγώ, γιός γενναίων γενεών;


VII.

Και αν δεν ήταν η ανάμνηση
και ακόμα πιο πολύ η ίδια η αγάπη
των δικών μας ανθρώπων... ποιός...;

Ποιός θα εκτροχίαζε το τραίνο του θανάτου
από τη σαλεμένη σκέψη της γενιάς μας;
Ποιός θα διατηρούσε ανέγγιχτη την αθώα
παιδική ψυχή μας κρυμμένη προσεκτικά
κάτω από τη γονική φροντίδα;
Ποιός, έστω και εξ' αποστάσεως θα έδιωχνε
τα δάκρυα απ' τα θολωμένα μάτια μας;


VIII.

Και ο νεαρός τραγουδιστής-καλλιτέχνης
σταμάτησε τον ποιητή στο δρόμο και τον ρώτησε:
"Θα με βοηθήσεις να γίνω αθάνατος;"

Saturday, March 04, 2006

Τσιγάρου πειρασμός

Ώστε έφτασε σε ένα νέο ναδίρ
Αγkαλιάζω και αποδέχομαι
τον αέριο καπνογόνο θάνατο
Θα κάνω αυτό και ας το κακίζω
θα το υποτάξω...

Προτιμώ τον καθαρό αέρα
Την ηρεμία της ανάσας μου
προτιμώ την υγεία μου
νίκησα...

Tuesday, February 28, 2006

Στο όνομα του Οδυσσέα

Ψιθύρισε
εγγονή της Δύσης
το όνομα του Οδυσσέα
αυτού
που στο όνομα της πίστης
στην αιώνια γυναίκα,
δεν τα παράτησε ποτέ
μα αντιστάθηκε
στην ίδια την θέληση των θεών,
στους ίδιους τους ανθρώπους
που τον υπηρετούσαν,
στα ίδια τα στοιχεία της φύσης
και νίκησε
έστω και αν του πήρε μια δεκαετία
για να φτάσει στη πατρίδα των ματιών της.
Ω θεέ μου!
η φωνή μου
και αν ποτέ ηχούσε στους αιώνες
θα είναι δυνατή να δατηρήσει
αυτό, το οποίο τώρα νοιώθω;

Tuesday, February 14, 2006

Κλεμένο

Κανείς δυστυχισμένος
δεν γράφει τα απομνημονεύματά του
Κανείς αθώος
δεν αγοράζει όπλο
Κανείς σοφός
δεν διδάσκει ποτε
Κανένας φελός
δεν βουλιάζει
και καμιά πέτρα
δεν επιπλέει

Monday, February 13, 2006

Έν Ύπνω

Εν ύπνω,
με όνειρα σε συναντώ,
σα σκίτσο,
που παίρνει ζωή με χρώμα
κόκκινο με γαλάζιο.
Ουράνια υφή
και μια βελούδινη
αρμονική φωνή
η εκσταση που ανεμίζει
θροϊζει με μια αίσθηση
μοναδική.
Αν δεν ήμουνα θνητος
με ματια μικρά, πλαστά
το φως των ματιών σου
θ'άντεχα,
γυάλινα φτερά αγγέλου
θα διέκρινα.
Ξυπνώ απότομα
και αντεύχομαι
το σκίτσο δίπλα μου
να πάρει ζωή με χρώμα,
κόκκινο με μπλέ
και με φτερά στο σώμα