Sunday, April 22, 2007

Θλίψη

Απέραντη θάλασσα θλίψης
η νοσταλγία που κρύβει το χαμόγελο
Οι πληγές μου ξεχάσανε πως γειάνουν
και διατηρούν το μόνιμο, βάναυσο και άδικο πόνο
μια ραγισμένη καρδιά και ένας σπασμένος άνθρωπος
κρυστάλλινο λουλούδι σπάει και γίνεται μαχαίρι
καρφώνεται σαν άγκυρα στο βυθό της μελαγχολίας

Κρύψε με μέσα στο φώς σου
στη συνθήκη που υπογράφω
με μελάνι από αίμα
παγώνω το χρόνο για ένα βλέμμα

Σπρώχνω, τραβάω, παλεύω
το υγρό θαλάσσιο πνεύμα της λύπης
μα χάνω, γέρνω, πέφτω
ανίκανος, αδύναμος, κουρασμένος πια

(Επωδώς)

Που χαρά και που ηρεμία
που γαλήνη και ζεστασιά
που να γείρω ν'ακουμπήσω
που σταματά ο χτύπος της καρδιάς
και ποιόν απαλύνει η φλόγα της ανάσας
κι αν μάχομαι κι αν δεν υποχωρώ
Γιατί και για ποιόν να συνεχίζω;
Όσοι αξία πήρανε με πρόδωσαν
κοι οι έννοιες τη ηθικής πουλήθηκαν σε χρήμα
Και αυτή η προδοσία, καρδιά μου, σε χαράκωσε
και από εγωισμό και πίκρα δε ξεχνάς, δεν εμπιστεύεσαι ξανά
Που γαλήνη... πού ηρεμία...

Δως μου κάπου να σταθω
και θα κινήσω τη γη μας όλη
Η μάσκα που πάντοτε φορώ
καιεί το δέρμα μου σα βιτριόλι

Κι αν στο σκοτάδι τα μάτια λιώνουνε σε δάκρυα
κι αν τα χαμόγελα ραγίζουν και διπλώνουν
κι αν σκυφτό μένει το παράστημα και οργισμένο το βλέμα
κι αν αναστεναγμοί ακολουθούν τη κάθε ανάσα
καταφεύγω στο χειρότερο προσόν του ανθρώπου
τη κατάρα της ένδοξης φυλής μου

στην ελπίδα

Wednesday, April 04, 2007

Εκείνη τη στιγμή

Πατέρα χρόνε, δε γυρίζεις πίσω
δεν αφήνεις κανέναν να ξεχάσει
δεν δίνεις την ευκαιρία να ελπίζει
γύρισε τη ροή του χρόνου πίσω

πίσω σε εκείνη τη στιγμη

Νύχτες περνάω θυσιάζοντας το αίμα μου
προσφέροντας κομμάτια απ' τη ψυχή μου
σάρκα από τη σάρκα μου για την αρμονία
μα πάνω απ' όλα η αποστολή που διάλεξα

τότε, σε εκείνη τη στιγμή

Όταν οι λέξεις χάσανε το νόημά τους
και οι εικόνες και οι ήχοι χάθηκαν και έσβησαν
ήταν τότε που οι αισθήσεις προεκτείνονταν στο άπειρο
ήταν τότε που το φώς του πρώτου ήλιου χτύπησε τα μάτια μου

ήταν εκείνη η στιγμή...

Ήταν τότε που ο άνθρωπος έγινε θεός
και τώρα που ένας θεός έγινε τέρας
Μόνος σαν παιδί μόνος και σαν γέρος
μιλώντας σε μια γλώσσα άγνωστη στους άλλους.

λΗταν τότε, εκείνη τη στιγμή της ιερής γέννας..


( Γυναίκα στο μπαλκόνι αντί χορού: )
"Τα λόγια του όρκου που έδωσε
τότε με χαρά και υπερηφάνεια
τώρα βάρος ασήκωτο στους ώμους του
και η μάσκα που φορά ραγίζει

Ο ήρωας που γίνεται προδότης
ο πιστός φρουρός που εγκαταλείπεται
ο μεσσίας που σταυρώνεται
ο θεός που χάνει τους πιστούς του"