Wednesday, November 29, 2006

Τι συμβαίνει;

Παράνοια, ζάλη και εκτυφλωτικός θυμός
τι συμβαίνει;
Στην άκρη του βασιλείου της λογικής ισορροπώ
τι συμβαίνει;

Οι τοίχοι αρχίζουν και σειόνται μέσα σε κυματισμούς
τι συμβαίνει;
Οι σκιές στις άκρες του δωματίου κινούνται, έρποντας
τι συμβαίνει;

Τυφλωμένος από την εξάντληση και τη πίεση
προχώρησα στη θυσία του ιερού αμνού
φύσηξα με δύναμη και έσβησα το φωτοβόλο κερί
μούντζωσα τον ήλιο και αρνήθηκα τη νύχτα.

Μετά από τόσο καιρό και πάλι μόνος
και οι φωνές, οι ψίθυροι τα περιπαικτικά γέλια
αρχίζουν να διακρίνονται μέσα στην ησυχία της απομόνωσης.
Τι συμβαίνει;

Η αρρώστια που γιατρεύεται με άλλη αρρώστια
οι χτύποι της καρδιάς που σβήνουν σιγά-σιγά
ή σε μια στιγμή ηχούν πιο δυνατά από ποτέ
η έλλειψη επικοινωνίας και επαφής κοστίζουν

Οι τοίχοι τρέμουν
οι σκιές ουρλιάζουν, ωρύονται
οι φωνές τους ενώνονται με τη δικιά μου
σε μια κραυγή απόγνωσης και απελπισμένης απορροίας.

Πως επαναφέρεις τη ζωή σ'ένα νεκρό κορμί;
Πως ανάβεις δίχως φωτιά ένα σβηστό κερί;
Πως να διώξεις τα μαύρα σύννεφα
που μόνος σου έσπειρες να κρύψουνε τον ήλιο;
Πως γίνεται να σε αγκαλιάσει η νύχτα
όταν τη μίσησες πρώτος και σε έδιωξε;

Τί δύναμη έχει μια απλή συγνώμη
όταν δεν αξίζεις τη συγχώρεση;

Αναλώσιμοι

Κοίταξα τον ήλιο στα μάτια
και είδα τα μάτια της να κλείνουν
κοίταξα τις γαλάζιες θάλασσες
και είδα το δάκρυ της να τρέχει

Αμάγαλμα ελπίδας και ενοχών
τύψεις για παλαιότερες συμπεριφορές
καθώς όλα είναι σχετικά
και όλα αναλώσιμα
ίσως στο τέλος της γραμμής
να ευθύνομαι εγώ

Και αν το κρύο του χειμώνα
θυμίζει τη ζεστασιά που προσέφερες
μια μέρα και μια νύχτα
θα θυμάμαι πάντα
τα λόγια που σωστά σου είπα όταν έφυγα

Κοίταξα ξανά τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια μου
κοίταξα ξανά τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια μου

Τόσες ικανότητες
και τόσες δυνάμεις
τέτοια ξεχωριστή ζωή
τέτοια υπόσχεση για το μέλλον
δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν όλα αυτά
κλειδωμένα μέσα μου η αλήθεια και το ψέμμα.

Δεν στάθηκα ικανός να σε αλλάξω
δεν στάθηκα ικανός να σε πείσω
δεν υπήρξα ποτέ φορέας σιγουριάς
υπήρξες το αερόστατο της ελπίδας μου
που με την ζέστη της πνοής σου φούσκωνα και πέταγα

Κοίταξαν τον ήλιο
και κλείσανε τα μάτια τους
κοίταξαν τις γαλάζιες θάλασσες
και βούρκωσαν τα μάτια τους

Και μείναμε μόνοι
συζητώντας γραφικά για επαναστάσεις
και ισωπεδωτικές αλλαγές
εγκλωβισμένοι όλοι μας
στην ψεύτικη και στημένη μοναξιά μας...

Monday, November 20, 2006

Ω Ύπνε

Ώ Ύπνε!
Πατέρα του Ονείρου, του ενύπνιου
μέσα στην ένταση του καθήκοντός σου
μη ξεχάσεις!
Χάρισέ της χάδι απαλό
και θέρμη φυσική στο στρώμα της
αντάξια της καρδιάς της

Κι αν του εφιάλτη επιρροή ή απειλή προκύψει
διώξ'τον, διώξ'τον μακρυά, πατέρα των ονείρων
κι αν χωρίς εμπόδιο περάσει και τη βρεί και τη χτυπίσει
διώξ'τον, διώξ'τον μακρυά από κοντά της

Άκου τώρα προσταγή, πατέρα κι υπηρέτη
τη μάσκα που αριστοτεχνικά δημιούργησε το παρελθόν
ραγισε και σπάσε, τώρα!
κι απ'τα σκοτάδια και τις κρυφές γωνιές της αχανής καρδιάς της
το κρυμμένο της χαμόγελο ανέδειξε, φανέρωσε!

Σαν της νύχτας το φεγγάρι η ματιά της
σαν τ'αστέρια τ'ουρανού το βλέμμα της
και εγώ είτε σαν ήλιος είτε σαν ετερόφωτος ακολουθός
παρακολουθώ και βλέπω από ψηλά
με μάτι προστάτη ή τιμωρού
φιλάω τα ξεχασμένα ονειρά της

Monday, November 06, 2006

Το τζάκι της ψυχής σου

Φλόγα που έδιωξε το σκοτάδι, το πρόσωπό της
εκείνη η φλόγα που πάντοτε χορεύει στη ματιά της
που ποτε δεν φεύγει ή κρύβεται ή ξεπερνιέται
από τίποτα άλλο εκτός ίσως απ' το χαμόγελό της
ακόμα κι αν έγνοιες μάταιες ή μη δεν την εγκαταλείπουν
αυτό ποτέ δεν την εγκατέλειψε ποτέ της δε τη πρόδωσε

Οι σκέψεις της ταράξανε τις πυρινες χορεύτριες της φωτιάς
τα κάρβουνα κοκκίνισαν απότομα σε μια στιγμή
σφυρίζοντας, σέρνοντας μικρούς κρότους σε μια στιγμή διαμαρτυρίας
καθώς έθρεφε της φωτιά με πάθη, λέξεις, σκέψεις καινουργιες
εκπέμποντας μια θέρμη ελεγχόμενη που κρύβεται απ' τα λόγια

Σαν αγέρας που φυσά τα λόγια σου
που διώχνουνε τις μαύρες σκέψεις μου
ανάβουν νέα πυρρά μες την εστία της ψυχής μου
ανάλογη, ίση κι όμοια με το τζάκι της καρδιάς σου

Friday, November 03, 2006

Εργοδότες

Ψεύτικα μικρά ανθρωπάκια
μασκαρεμένα με γραβάτε
και γυαλιστερά παππούτσια
Ψεύτικα μικρά ανθρωπάκια
σαν σκυλιά γαυγίζουν
σαν γάτες σκέπτονται

Διακόπτουν τη ροή της καθημερινής ηρεμίας
με το ψεύτικο χαμόγελο βιτρίνα της μούχλας τους
όταν η πειθώ αποτυγχάνει καταφεύγει στις απειλές
ο τρόπος που επιλέγει να επιτεθεί μέσω άλλων
αποδυκνύει τη σαθρότητα της ποιότητάς του

Σκουλίκια στη καρδιά τους
και σάπια αδυναμία ο παλμός της
θα έρθει ελπίζω η μέρα που πύρηνες ρομφαίες
θα πέσει η τυχερή ζαριά της εκδίκησης
το βασίλειο των ουρανών ανήκει στους μη επιφανειακούς

Συν αυτώ το τέλος σου θα είναι απίστευτο
σάπια η ηλικία σουκαι σάπια η γενιά σου
ψεύτικες οι φιλοδοξίες σου και κάλπικη η γνώση σου
κι αν η προσωπίδα σου ραγίσει απ' την αλήθεια
θα φανεί η νοθρώτητα του ηθικού προσώπου σου

Αυτοί που χάνονται στη κρυμμένη πραγματικότητα
και γελούν με τα καμμώματά σου ίδιοι με σένα είναι
κι αν δεν πράττουν σαν εσένα τίποτα δεν αλλάζουν
ούτε στους εαυτούς τους ούτε στο περίγυρώ τους

Ω εσύ μικρέ, ανθρωπάκι κι εσύ του καιρού σου
σκλάβε των ευθυνών και επιθυμιών σου
δούλε της ματαιόδοξίας σου η της ανύπαρκτης φιλοδοξίας σου
Σε βλέπω και γελώ ... από ψηλά