Wednesday, November 23, 2005

Κοιμάσαι... (v.2)

Ξαπλώνεις αθόρυβα δίπλα της
Βουλιάζει μες στην αγκαλιά σου
Χαϊδεύεις το ζεστό, πύρινο κορμί της
Και η νύχτα προμηνύει έρωτα.

Το λιγνό και εύθραυστο κορμί της
το φωτεινό και γλυκό χαμόγελό της
το απαλό πύρινο μαλλί της
το ασημί, πορσελάνινο δέρμα της.

Μες την αγκαλιά της,
δεν υπάρχει πόνος
δεν υπάρχει καταστροφή
υπάρχεις μόνο εσύ και αυτή.

Τη σφίγγεις, σε σφίγγει
κοιτάς μέσα στα μάτια της
βλέπεις το άστρο της καταγωγής σου, ώ Έλληνα θεέ...
ανοίγουν τα χείλη σου και τη φιλάς
και μετά ακολουθεί σιγή
μια ορμή σε κυριεύει και σ'αναγκάζει
να πείς αυτό που νοιώθεις
έρμαιο στο έλεος της νικήτριας,
λες αυτό που ορκίστηκες να μη πείς ποτε....

"Σ'αγαπώ..."

Και τότε, η σύγκρουση των δυο πλανητών
μέσα στο κεφάλι, ξαφνικά σε μια στιγμή
τελειώνει και ανοίγουνε τα μάτια
σαν δυο στόμματα, ετοιμα να τραφούν
από το φώς του κόσμου.

Ένα δάκρυ πόνου δραπετεύει
γιατί όλη η σκηνή ήταν στη φαντασία
και ξυπνάς αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι σου
Υδρώτας, δάκρυα...

Η παράνοια της εξορίας...

Τα σκουπίζεις όλα με τα μακρυά μαλλιά σου
και συνεχίζεις όπως και την νυχτα πριν της χθεσινής,
μα ξύπνιος τώρα πια
στην ίδια μονότονη και γνώριμη καθημερινή ημέρα.

Friday, November 18, 2005

Το Σκιάχτρο

Καποια στιγμη, παρατήρησα το χρονικό από ένα δάκρυ
Το είδα να δημιουργείται με τρόπο δραματικό, ξαφνικό
Όπως μια ψυχή ζωογονεί ένα βρέφος που γεννάται
Και τότε θυμήθηκα, θυμήθηκα και πάλι το φόβο.

Άγγελε μου, γίνε το σκιάχτρο που θα διώξει μακριά
Τα κοράκια του φόβου, που τόσα χρόνια βασανίζουν
Ψυχές ανθρώπων καλών και πρωτότυπα σεμνών.
Τη βοήθειά σου, άγγελέ μου, για άλλη μια φορά ζητώ.

Διάλεξε φίλε, με ποιούς διαλέγεις να ‘σαι;
Με αυτούς που πίνουν διαμαντόσκονη
Και νοιώθουν πλήρεις με το τίποτα,
Ή με αυτούς που σκοτώνουν για να δουν χαρα
Αλλά αξιώνονται με τις παγκόσμιες αρχές του φόβου.

Απαίτησε επιτέλους από τον εαυτό σου
Γίνε και εσύ ένας απ’ τους Άρχοντες,
Σώσε τη ψυχή σου, σώζοντας τους άλλους
Πνίξε την ποθητή επιθυμία.

Πάνω απ’ όλα το καθήκον.

Δεν έχεις θέση με τους ευτυχισμένους,
Θυμάσαι τη μπάντα απ’ το Σαν Φρανσίσκο;
Θυμάσαι τα χρόνια που ούρλιαζες για πλάκα;
Θυμάσαι τα χρόνια που ευχόσουνα να’ρθει;

Το τέλος που ποθείς δεν είναι ο Θάνατος
Το τέλος που ποθείς είναι της στιγμής
Επιθυμείς μια μετάβαση, σε κάτι άλλο
Κι ας πονέσει, όπως πονά και η γέννα

Με κάποιο τρόπο μας παρότρυναν
Να διαλέξουμε πλευρές;

Με ποιούς είσαι;

Με δόλωμα τον έρωτα πουλήσαμε τη ψυχή μας
Γιατί ωσάν γεννηθήκαμε μας είπαν
Μια ζωή θα προσπαθείς και πάντα μόνος σου θα είσαι
και αν δεν τό πιασες ακόμα, περίμενε να δείς το τέλος.

Άγγελέ μου, μοναδικό μου στήριγμα,
Γίνε εσύ το σκιάχτρο,
Που θα διώξει τα κοράκια του φόβου
Τα τρωκτικά που πεινούν για αίμα

Το δικό σου αίμα, Αγγελέ μου...

Thursday, November 17, 2005

Το Ψέμα

Δημιούργησες εικόνα,
να λατρεύουν σα θεο
έβαλες στην εικόνα αυτή
τον ίδιο σου τον εαυτό

Και πέντε χαζοερευνητές
στηρίζουν τη χαρά σου
και αυτοί που σε ζηλεύουν
δεν έχουν ζωή και παίζουν

Έφτασε η ώρα της αλήθειας
παιδιά του φεγγαριού
παιδιά του ήλιου
σε πολεμο ανήμερο καλείσθε

Οι μάσκες κάποιων θα πέσουν
υπάρχει πια το ελεύθερο
και αν το γράφω εδώ
το γράφω σαν προειδοποίηση

Δύο βήματα θα κάνω μπρος
και μονάχα ένα προς τα πίσω
θα σε δώ στο θύλακα να βρύθεις
μια φωνή κραυγάζουσα προδοσία

Το μίσος που έφερες εσύ και οι όμοιοί σου
θα έρθει ώρα να στο επιστρέψουμε
και τα δολοπλόκα σχέδια σου
από τώρα τα βγάζω μπρος στη φόρα.

Και όπως έγινε και 4 χρόνια πριν
οι μαχητές των προαγγέλων
σήμερα πάλι σας προειδοποιούν
εσάς τους υπολοίπους
και ας μην ποτε ακούτε

Αυτό που σήμερα θα βρέξει
και για μένα αύριο θα τελειώσει
μεθαύριο σε σας, τους εκλεκτούς,
θα αρχίσει και ποτέ δεν θα τελειώσει

Σε προειδοποιώ λοιπόν
και πάρτο σοβαρά
τα παιδιά που ήξερες
σήμερα μεγάλωσαν
και εσύ έμεινες το ίδιο ψέμμα

Ένα ψέμμα μες το ψέμμα
από ψέμμα σε ψέμμα
και για ένα ψέμμα
ψεύδεσαι

Saturday, November 05, 2005

Άγγελέ μου

Τα νύχια της έχουν γραπώσει τη καρδιά μου
Το βλέμμα της έχει σκλαβώσει τη ζωή μου
Ο χρόνος εδώ δεν είναι βάλσαμο, ούτε ιατρός
αλλά παρατηρητής, συντηρητής του πόνου.

Χρόνια τώρα ζω προσπαθώντας να ξεχάσω
αλλά πάντα εσένα βλέπω, όπου και αν κοιτάξω.

Σαν μια φωνή απόκοσμη
ακολουθούμενη από μια περίεργη οσμή
και ένα ψύχος συγγενικού του θανάτου τ'άγγιγμα
να μου φωνάζει τ'όνομά σου.

Δεν μπορώ να ξεχάσω
ούτε να αντιδράσω
πώς να αποδράσω θεέ μου;

Νοιώθω το χρόνο
να ξεγλυστρά μέσα απ' τα χέρια μου
και όλα αυτά που θα μπορούσα
να τα μοιραστώ μαζί σου
να! τα μοιράζομαι όλα
με τους πρώτους φίλους μου, τις λέξεις.
Θαρρώ πως το μελάνι
απ' το στυλό είν' το κλειδί
μιας ανάρμοστης, κρυφής αφύπνισης.
Στις λέξεις κρύβω το πόνο και το παράπονό μου
όχι μόνο άπό όλους, μα και από τον εαυτό μου.

Και όλα αυτά τα συναισθήματα
γλυκιά και απαλά σαν ζεστή σοκολάτα
δεν μπορώ να τα μοιραστώ μαζί σου..
Μόνο με άψυχα αντικείμενα
σε άψυχες στιγμές, κρύες σαν πάγο
που θερμαίνονται από ζωή
γράφοντας, μόνο, όπως και τώρα.

Ανίατη ανοία,
γοργή ζωή,
με φτερά στη πλάτη,
άγγελος που εξαπατά
και ο έρωτας,
άλλοτε ζωοδότης
που χαρίζει ζωή και ευτυχία
άλλοτε δαίμονας
που θάνατο και θλίψη μοιράζει
γοργή ζωή στα χέρια σου
αυτή η ανθρώπινη ζωή.
Ανίατη ανοία
μακρυά σου...
Ποτέ η αλλάγη αυτή
δε θά'ρθει....

Και τα δάκρυά μου, που τώρα πια στερέψαν
έχουν αφήσει τα ίχνη τους πάνω στη ψυχή μου
όπως τα χνάρια ενός αποξηραμένου ποταμού
ακόμα θαρρώ πως κυλάνε από τα μάτια της ψυχής στο στόμμα
ακόμα και η όραση πια θόλωσε
και η γεύση πια αρμύρισε, αλλά γελώ.
Γελώ για να κρύψω το πραγματικό μου εαυτό
που ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα περιμένω
στη γωνία, λαχταρώντας να σε δώ
από κοντά ξανά, να ανταλλάξουμε ενα βλέμμα.

Τα χρόνια όμως περνούν,
γλυστρούν σαν άμμος
μέσα απ' τα δάχτυλά μου
μάταια πασχίζω να τον συγκρατήσω.
Και ξέρω καλά πως θά'ρθει η μέρα
που το γεγονός πια θα είναι εκτεθειμένο
και αναρωτιέμαι πως θα αντέξω το τετελεσμένο.
Πώς θα προχωρήσω;

Ανάμεσα σε ένα πλήθος βρυκολάκων
άγγελέ μου, ποιός θα μου δώσει νόημα;
Ανάμεσα στο σκότος και το φώς
άγγελέ μου, ποιός θα με κρατήσει εδώ;

Άγγελέ μου, μη πετάς μακρυά μου
όχι άλλο, δεν αντέχω πια να ζώ
χωρίς την ευλογία σου, σαν άθεος
σα ών χωρίς ψυχή, ασώματος
σα θεός χωρίς πιστούς
ορφανός από χαρά.

Ανίκανος, ανύπαρκτος και άκαιρος
στιγματισμένος, ακόμα από τότε
από σένα...