Monday, May 29, 2006

Παιδική Παρέλαση

Μια παρέλαση παιδική
ένας διαφορετικός κόσμος
κράτος εν κράτει
πλήθος δυσνόητων φωνών
Απορρία...

Κοιτάζω γύρω μου ψάχνοντας να εντοπίσω
τους καθοδηγούς και ίσως δημιουργούς
αυτής της καθόλα συνηθισμένης σύναξης.

Ένα παιδί παρατηρεί τα άστρα
πιστεύει πως αν το πιστέψει αρκετα
θα μπορέσει να τα φτάσει
να απλώσει το χέρι του και να τα ακουμπίσει

Ένα άλλο κοιτάει τη θάλασσα
πιστεύει πως μπορεί να κολυμπήσει
σαν δελφίνι και να συναντήσει
τις γοργόνες και τους πρίγκηπες
που του λένε στα παραμύθια

Ένα μικρό κοριτσάκι ψάχνει τη μητέρα του
ένα άλλο τσατίζεται με την αδερφή της
και στο ενδιάμεσο ένα βρέφος κοιτάει αμήχανα
τη μεγάλη ενήλικη μορφή που παίζει μαζί του

Χιλιάδες παιδικές φωνές
ίσως να εκφράζουν τις στιγμές
της προσωπικής τους ευτυχίας
ένα παιχνίδι κυρίως φαντασίας

Πόσο τέλειο και αρμονικό
είναι το χάος που δημιουργεί
αυτός ο παράξενος πανζουρλισμός
σαν φωνές από ένα όνειρο
που κάποτε είχαμε δεί αλλά ξεχάσαμε

Χαμένα κομμάτια του παιδικού μας εαυτού
που ακόμα και σήμερα στο δικό μας ασφαλές
κατα την ταπεινή μας άποψη περιβάλλον
μας στοιχειώνουν, μας κυνηγούν,
μας κάνουν να απορρούμε...
τι θέλαμε τότε, που φτάσαμε τελικα;

Η ματιά μου πέφτει πάνω σε ένα αγοράκι
που προσπαθούσε να πετάξει πηδώντας
στο τραμπολίνο και ο ειρμός των σκέψεών μου χάνεται.
Μάταια προσπαθεί, διατείνοντας τα χέρια του
και κουνόντας τα πάνω-κάτω ρυθμικά
να μείνει για λίγο ακόμα στον αέρα
μακρυά απ' το κόσμο των μεγάλων

Θυμήθηκα τον ξεχασμένο εαυτό μου
που αγωνιούσε να καταλάβει
πως γίνεται άλλα ζώα να πετούν
και άλλα να έρπονται στις σκιές.
πώς γίνεται οι άνθρωποι άλλα να λένε
και άλλα να εννοούν σε αυτό το ξένο κόσμο
των μεγάλων, των γονιών, των δικαστών.

Μια μητέρα απειλεί τη κόρη της
προσπαθώντας έτσι να επιβάλλει την τάξη.
Παρατηρώ την απορρία στα μάτια του παιδιού
να μετατρέπεται σε αγωνία, και μετά σε φόβο.
Έτσι πρέπει νάναι ο κόσμος του παιδιού;
Γεμάτος φόβο;

Αμέτρητες παιδικές φωνές, χαρούμενες
αμέτρητοι ήχοι, που ενήλικου ο νους
δεν μπορεί να κατανοήσει.
Οι σκέψεις και το παιχνίδι τους μας φαντάζει ανοησία.

Με συνεπαίρνει το συναίσθημα
και αναρωτιέμαι ενστικτωδώς
πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός
και πως μια εποχή τόσο κοντινή
να φαντάζει τόσο απίστευτα μακρυνή

Και η πραγματικότητα σαν ένα νησί
που αναδύεται από τα βάθη του ωκεανού
με ένα αίσθημα σχεδόν κατάπληξης
με επαναφέρει στην παιδική παρέλαση.

Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα,
φαντάζομαι τα αστέρια που θα φανούν
σε λίγη ώρα καθώς ο ήλιος πέφτει
και με ένα συναίσθημα ματαιόδοξης ελπίδας
ασφαλίζω τις σημειώσεις μου και χαμογελώντας
αποχωρώ...

Έστω και για λίγο θυμήθηκα πως ήταν
να μιλάς στα παιχνίδια σου και αυτά να σου απαντούνε...

Tuesday, May 23, 2006

Το πλοίο της ψυχής (ανολοκλήρωτο)

Σε ποιό πλοίο να ανέβω;
Μήπως σ'αυτό που στέκει διπλωμένο
περιμένωντας την άμπωτη, την πλημυρίδα
από αυτό το λιμάνι να το σώσει
και μακρυά να πάρει;

Σ'αυτό το πλοίο αποζητώ
την Κιβωτό να στήσω
έναν μέσα να βάλω, τον εχθρό
και έναν ακόμα φίλο,
(με παιδιά και γέλια να γεμίσω. )

Σε εσάς Αιώνιοι, σε σάς τα θυσιάζω
τα φτερά αγγέλου που έκοψα
και έραψα στη πλάτη μου
ιερόσυλος και εγώ και ασεβής σαν όλους.

Σε σάς Αιώνιοι, σε σάς τη θυσιάζω
την αρμονική και ήρεμη αυτή ημέρα
στο όνομα της νύχτας και του ονείρου
του ενύπνιου αυτού που με χρίζει Άρχοντα

Καλωσήρθατε στη χαρτογράφιση των ψυχών σας!
Εδώ, όπου τα λόγια δεν μετρούνε, μήτε και οι πράξεις σας
μόνο αυτό που σκέπτεστε και μόνο αυτό που νοιώθετε
έχει αξία και σημασία. Και δεν χωρά πια αμφιβολία
ότι εδώ τα πλοία αράζουν και από εδώ πάντα ξεκινούν
βάζοντας πλώρη στη καρδιά και ρότα για το νού...

Πές τους...

Αγνή βασίλισσα
πές τους ότ ήρθα
και είδα και μάντεψα
και εστίασα στα μάτια τους
και είδα την άγνοιά τους
και τους συγχώρεσα.

Η απάντηση τους στην λιτή μου πρόσκληση
ο ωχαδερφισμός των υιών και των κορασίδων σου
η παράνοια της παράξενης και περίεργης εποχής μας
η αρνητικότητα που μας σπρώχνει στις σκοτεινές γωνίες
ψάχνοντας να βρούμε ένα στήριγμα, έναν βοηθό
κάποιον, κάποια, κάτι να θρέψει τα δάκρυα μας
να ποτίσει και να φροντίσει τον κήπο της καρδιας μας
η αδιαφορία αυτή θα είναι το τέλος μας.

Πες τους βασίλισσα τ'ουρανού
ότι ήρθα και τους είδα
και κοίταξα μες τα μάτια τους
και είδα άσβεστο πάθος
και δείψα για την αλήθεια
και πόνο για το λάθος.

Ελάτε να σας δείξω τα τέσσερα βασίλεια
να σας μάθω να ακούτε τους ψιθύρους των ανέμων.
Δώσε λίγη προσοχή καθώς ξαπλώνεις στο σκοτάδι
λίγο πριν σε πάρει στο άρμα του ο Ύπνος
άκουσε τους ψίθυρους της σιωπής
διάβασε τα χείλη ενός θεού
εισέβαλε απρόσκλητος, απρόσκλητη
στο άδυτο της ψυχής των συνανθρώπων
και μάθε το μυστικό τους όνειρο
ανακάλυψε αυτό που τους κρατά ακόμα όρθιους

Στα μάτια σας κρύβεται η ιερή εξέταση
η σταύρωση ενός ανθρώπου
η ανάσταση ενός θεού
η αγάπη ενός παιδιού
η ζήλια του δευτερότοκου αδερφού
ο φθόνος του φτωχού τω πνεύματι
το μίσος του εχθρού.

Στα μάτια σας, στα μάτια μου
στα μάτια σου, στα μάτια τους
κρύβονται σκιές, μυστήρια, σκέψεις.
Και όταν τα μάτια λιώνουν
και γίνονται δάκρυα
καλύπτουν τα χαμόγελα
αυτών που ορκίστηκαν αγάπη.

Πές τους βασίλισσα της φωτιάς και του νερού
ότι ήρθα και είδα
και άκουσα τα λόγια τους
και έννοιωσα την αγανάκτησή τους
μα άνθρωπος και εγώ σαν και αυτούς
θυμώνω που μοναχός τίποτα δεν μπορώ
να αλλάξω...

Monday, May 22, 2006

ημιτελές

Πύρινες γλώσσες γλύφουν απαλά το ξύλο
οι φλόγες γεμίζουν το χώρο με ένα έντονο πορτοκαλί φως
τα μάτια αναγκάζονται να δώσουν προσοχή
και τις σκέψεις μου τις κλέβει ο καπνός

Η πυρρά που δεσπόζει στις ψυχές μας
αναγκάζει τους άλλους να κοιτούν αποχαυνωμένοι
ή να μας αποστρέφονται φλεγόμενοι στο ψέμμα τους

Sunday, May 21, 2006

Απρόσκλητος και δεύτερος

Παλεύοντας με τον εαυτό μου
μέσα στην ομίχλη μιας ιδέας
συνάντησα έναν ξένο, περίεργης φύσης.
Δεν μου μίλησε ούτε με κοίταξε
έως ότου στη σκέψη μου απόρρησα
και μου απάντησε "Είμαι Άγγελος"

Αφού έφυγε τον ακολούθησα
εως ότου απρόσκλητος μπήκα δεύτερος
στη σειρα, στο ιδιωτικό του πάρτυ.

Ένοιωσα την ομορφιά μιας πρωτόγνωρης ατμόσφαιρας
σαν να με καλούσαν Σειρήνες με το μαγευτικό τους ήχο.
Πλησίασα και άπλωσα το χέρι μου, ζητώντας αναγνώριση
Αρνήθηκαν με ύφος ευγενικό, σιγοψιθυρίζοντας
"Ανήκουμε αλλού όχι σε σένα,
απρόσκλητος ήρθες, δεύτερος και όχι πρώτος"

Χωλαίνουσα ψυχή με τράβηξε μακρυα τους
οι μούσες των αρχαίων, κεντρίσαν το εγώ μου
Πλησίασα με απλωμένο χέρι, κουρασμένος
ζητώντας αναγνώριση και τη θέρμη των θεών
¨Ανήκουμε αλλού μικρέ μου πρίγκηπα
απρόσκλητος μας ήρθες και πάντα δεύτερος"

Αναστάτωση και απογοήτευση με βύθισε στο κρασί
εικόνες δαιμόνων και Ερυνείων με καταδίωκαν και πάλι
εως ότου μια στιγμή, σαν αποκάλυψη, ακολούθησε
ευγένεια στην όψη, πλήθος χρωμάτων και ένταση
παλεύοντας τον εφιάλτη, πλησίασα απλώνοντας το χέρι μου
ψάχνοντας έναν ωκεανό να αδειάσω το ποτήρι των συναισθημάτων μου
"Ανήκω αλλού, ξένε, μου είπε, απρόσκλητος
στο χώρο της ζωής μου ήρθες και δεύτερος"

Καθώς οι ώρες περνούσαν αναζήτησα ξανά τον άγγελο
που μ' έφερε στο πάρτυ αυτό της προσωπικής μου απογοήτευσης
του ζήτησα να φύγω, να γυρίσω από κει που ήρθα, στην ομίχλη
χαμογέλασε σαρδώνεια και με μια αινιγματική έκφραση μου είπε
"Εδώ ανήκεις, απρόσκλητος και πάντα δεύτερος"

Πάντα δεύτερος
κι αν ο χρόνος σκιάζοταν το θάρρος
η αγάπη θα έλυνε το πρόβλημα
Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις
γενιά του Κάιν
ενός λεπτού καλοσύνης
να αντιστοιχεί με μια μερα
μοναξιάς.

Γεννηθήκαμε λέοντες...
και
θα πεθάνουμε σαν πρόβατα...
μοναχοί μεταξύ αγνώστων...

Thursday, May 18, 2006

Μάσκες

Φαντάσματα και μάγισσες
ξεπροβάλουν απ' τα σκοτεινά
δάση της ψυχής σου.

Σαν Σειρήνες με καλούν
οι χίλιες φωνές του Αιόλου
μελαγχολικά, μελωδικά σαν όνειρο
όταν φωνάζουν τ'όνομά σου.

Κι όπως ο αέρας παίζει τα μαλλιά σου
κλέβει ήχους και εικόνες
η μοναξιά φίλε, μας καλεί
να μας κλέψει, να μας βιώσει

Το μόνο που θέλω είναι
να μην πνιγώ στην ασφυξία
μέσα στην ίδια μου τη μάσκα

Σκοτεινή, απόμακρη, γεμάτη φόβο
και μια πρωτόγονη δύναμη, μαγεία
με πνίγει αυτή η μοναξιά της καταδίκης
όλοι θεατρίνοι, ψεύτικοι στρατηγοί
πνιγμένοι κι αυτοί όπως κι εγώ στα διλήμματα

Έχεις παρατηρήσει την κρυφή αρμονία
που καθοδηγεί την πτήση των πουλιών;
είτε πετούν ψηλά
είτε γυρνοβολούν στα χαμηλά
εκφράζουν μια λέξη...
"ελευθερία"

Η ασχήμια αυτού του κόσμου
γεμίζει αμφιβολίες και φόβους
αυτούς που τολμούν να ανοίγονται
άγγελοι με ψυχή διαβόλου
παιδιά με κουρασμένες σκέψεις..

Ποιός πρέπει νά'μαι ανάμεσά τους;
Ποιά μάσκα να φορέσω;

Tuesday, May 02, 2006

Απόγνωση

Σιγά-σιγά, καθώς νοιώθεις τον χρόνο να κυλά
βλέπεις γύρω σου πως ότι και αν κάνεις, όπως και να συμπεριφερθείς
τίποτα, ποτέ και πουθενά δεν νιώθεις ότι περνάς καλά.
Γιατί έτσι;
Ίσως επειδή κάηκες στη φωτιά που εσύ κάποτε άναψες.
Ίσως επειδή κάποια στιγμή ξέχασες τον εαυτό σου.
Μέτραγαν πάντοτε οι άλλοι, και πώς εσύ φαινόσουν.
Μέτραγαν πάντοτε οι στιγμές του γέλιου και της χαράς των άλλων
και όχι οι δικές σου.
Απόρρησες πολλές φορές με τον ίδιο σου το εαυτό,
ανέδειξες τη γνώση όπως την αντιλαμβανόσουν
αλλά σε έναν πόλεμο ποτέ δεν υπάρχουν κερδισμένοι.
Και να άλλαξες τη ζωή των άλλων
και να διόρθωσες μύρια κακά και άσχημα
τη δικιά σου τη ζωή και τα δικά σου τα κακά
δεν τα πρόσεξες.
Νοιώθεις μόνος σου
ανυπόμονα περιμένεις κάποια αλλαγή.
Ξέρεις ότι δεν σε βοηθά να ελπίζεις,
γιατί έτσι αδρανεις.
Ακόμα και έτσι όμως, τίποτα δεν σε ταρακουνά αρκετά
ώστε να αλλάξεις.
Μεταμορφώνεσαι, φοράς μάσκες, υποκρίνεσαι,
και αυτοί που σε καταλαβαίνουν, ειρωνικά ρωτούν αν νοιώθεις μόνος.
Άσχημο να είσαι χαμαιλέων.
Στο τέλος ακόμα και εσύ ξεχνάς ποιό είναι το πραγματικό σου πρόσωπο.
Βρίζεις, ξεσπάς, βαράς τους τοίχους, ουρλιάζεις, κλαίς
αλλά τίποτα δεν αλλάζει, γιατί απλούστατα θα περιμένεις το θαύμα σου.
Και όταν καταλάβεις πώς είναι δύσκολο να βγείς από το λούκι
στο οποίο απρόθυμα μεν αλλά αδιαμαρτύρητα δε μπήκες,
καταλαβαίνεις πως μέρα με τη μέρα, μεγαλώνεις
πως η φθορά της ηλικίας πλησιάζει απελπιστικά γρήγορα
πως ερχεται η στιγμή που δεν θα μπορείς ποτέ ξανά να σκεφτείς
αν μπορείς να γυρίσεις πίσω, γιατί πίσω πια δεν πάς.
Κάθεσαι και γράφεις όμορφα λογοπαίγνια,
αρέσει στο κόσμο να ακούει λέξεις, ακόμα και αν αυτές είναι χωρίς ουσία.
Κάθεσαι σε μια γωνία μεσα στο σκοτάδι, γονατιστός
και κοιτάς το άπειρο, παρακαλώντας για μια αλλαγή.
Η μονοτονία της καθημερινότητας σκοτώνει.
Αλλά η αναγκαστική μονοτονία σε βασανίζει περισσότερο.
Κολυμπάς στο αχανές μαύρο, πετάς, χάνεσαι
ειρωνικά οι άλλοι σε ρωτούν γιατί άλλαξες τόσο πολύ,
ενώ ξέρεις πως κατά βάθος τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Τι σημασία έχει αν ο τάφος σου είναι από χρυσό ή από μάρμαρο;

Θανάτου Έγερση (Για ένα φίλο που έφυγε)

Θάνατος με νύχια γαμψά
Ωσάν γεράκι βούτηξε
σε πήρε από εμάς, μακριά

Άνθρωποι, μάσκες απλές στη τσέπη σου
φίλοι υποκριτές, οι σφαίρες σου
ένας κρατούσε όπλο
πολλοί τράβηξαν όμως τη σκανδάλη

Τι αυτό που σ’ έζωσε
Σαν θηλιά σφιχτή
Πιο σφιχτή κι απ’ τον θάνατο τον ίδιο;
Ποια σκέψη έντονη υπέρβαλε στον πόνο;

Περίεργο, όπως ήρθες έφυγες
Μες τη γενιά των ηλιθίων δεν άντεξες
Ίσως αληθινός ένοιωθες σε κόσμο ψεύτικο
Ίσως ανούσιος πίστευες πως ήσουνα

Γλυκός φίλος, περίεργη γεύση
Του θανάτου η επιλογή, μια λέξη
Σκοτάδι, μοναξιά και συννεφιά
Οι σκέψεις που σε στοίχειωναν

Ω θάνατε,
Ω σκοτεινή φλόγα
Κάψε, θρέψου απ’ τον πόνο ενός ανθρώπου
Κι αν τα κοράκια πετούνε δυτικά
Η ψυχή στερεύει απ’ το σώμα
Σαν τα σύννεφα απ’ τη βροχή
Τεντωμένο σχοινί
Και η μάσκα σπάει
Κομμάτια δακρύων παντού
Ευλαβική σιγή
Σιωπή…
Τέλος…



“Ο θάνατος είναι μια νέα γένεση”
Ηράκλειτος