Το ακροατήριο ανυπόμονο περίμενε τις επόμενες λέξεις του ποιητή
Αυτός, κατακλυσμένος από ένα αίσθημα αηδίας
για τα όντα της εποχής του βροντοφώναξε
"Η μυρωδιά του χώρου είναι αποπνικτική
κάτι δεν πάει και τόσο καλά, κάτι πάει λάθος
κάποιος ανάμεσά μας βρίσκεται εδώ για να χλευάσει
κάποιος ανάμεσά μας βρίσκεται εδώ για να γελάσει
Η μήτρα της μάνας τους όμως είναι αυτή
που τους κληρονόμησε τη μπόχα"
Το ακροατήριο, σαν ανυπότακτο και ατίθασο θηρίο
βρυχήθηκε με όλη του τη δύναμη
Λίγοι είχαν την όρεξη του μεθυσμένου άυτόκλητου ποιητή
Αυτός όμως συνέχισε
"Ο Ποιητής είναι νεκρός
ο κόσμος όλος το ξέρει και του το κρύβει
ακόμα και οι κόρες σας νομίζουν πως είναι άγιες
μα νόθες είναι οι μάνες σας, και μπάσταρδοι οι πατέρες σας
όπως νόθες είναι και οι σκέψεις σας και μπάσταρδες οι ψυχές σας
ο εγωισμός σας είν' η μόνη σας φροντίδα,
ο εαυτός σας η μόνη σας ανάγκη
αγάπη ψάχνετε στα ξένα μάτια
μα τα δικά σας μάτια διαλέγουνε τι βλέπουν
ψάχνετε για κάτι νέο, κάτι καινούργιο,
κάτι που θα έρθει και θα σας συγκλονίσει
μα όταν έρχεται φοβάστε, το αποφεύγετε
και το μισείτε και στο τέλος το απορρίπτετε
ποιοι και ποιές νομίζετε πως είστε;
μπάσταρδα παιδιά μπαστάρδων,
νόθοι γόνοι ηλιθίων
Ο Ποιητής είναι νεκρός
κοιτάξτε το κεφάλι του που βλέπει.
Ψηλά κοιτά, με απόγνωση για τούτο το παρόν
που θάνατος τον τρυγυρνά σε κάθε σκέψη και κάθε βήμα
ακόμα και η αγάπη προάγγελος θανάτου είναι
ακόμα και η φιλία προθάλαμος προδοσίας
ακόμα και η κοινωνία δημιουργός της δυσωδοίας
το αιδίο σας κυβερνά, το πέος σας εμπνέει
κι όχι η καρδια και το μυαλό
Κοιτά ψηλά η κεφαλή του, άψυχη κι ακίνητη
ψηλά στα μύρια αστέρια του νυχτερινού ουρανού
και μόνο μία σκέψη κυριαρχεί στα άδυτα του νού του
"Κι αν τ'αστέρια δεν είναι κοσμικές άψυχες πέτρες;
Κι αν είναι ανθρώπινες ψυχές;
Κάθε άστρο και μια ψυχή που τρεμοσβήνει αγχωτικά;
Κι αν τα αστέρια είν' τα μάτια του Θεού που παρατηρούν τα πάντα
σαν τις κρυφές κάμερες στις εθνικές οδούς και τις πλατείες;"
Το ακροατήριο χαμένο στη μετάφραση των λέξεων
αναρωτήθηκε αρχικα μα ύστερα αναπαύθηκε στη σκέψη
πως για άλλη μια φορά ο αυτόκλητος ποιητής λέει ασυναρτησίες
αυτή τη φορά δεν κρατήθηκαν και όρμησαν κατα ομάδες
άλλοι κλώτσαγαν, άλλοι δάγκωναν,
άλλοι ξέσκιζαν τις σάρκες της ψυχής του
Και καθώς η ψυχή του αυτόκλητου Ποιητή
άφηνε το σώμα του με φωνή δυνατή ούρλιαξε
"Ο Ποιητής νεκρός
μάνα νά 'τος, ο δικός σου γιός!
γεννήθηκε στο φώς!
αγάπησε το φώς!
μα τώρα να, κείτεται νεκρός
μόνος και νεκρός..."
No comments:
Post a Comment